Ι. Εισαγωγή
Οι δραστηριότητες παραγωγής λογισμικού στην Ελλάδα συγκροτούν έναν συνεχώς ανερχόμενο κλάδο τόσο από την απόψη των πωλήσεων, όσο και από την άποψη της απασχόλησης. Όποιοι και να είναι οι ρυθμοί της εισαγωγής τεχνολογίας των πληροφοριών και της επικοινωνίας, οι πωλήσεις λογισμικού θα ακολουθήσουν μια ανοδική πορεία, που φαίνεται ότι θα ευνοήσει την ανάπτυξη του εγχώριου κλάδου. Εξάλλου αυτό το συμπέρασμα αναδεικνύεται από τη στατιστική ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων, αλλά και από τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων που έχουν καταγραφεί σε σχετική έρευνα του ΙΟΒΕ (ΙΟΒΕ, 2005)
Η τοποθέτηση όμως του ζητήματος της ανάπτυξης αυτού του κλάδου από τη σκοπιά της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς του και, επομένως, από τη σκοπιά της συμβολής του στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, οδηγεί σε νέα ερωτήματα. Η παραγωγή λογισμικού απευθύνεται σε μια διεθνή αγορά, ακόμα κι αν ικανοποιεί τοπική ζήτηση, και η καινοτομία μπορεί πολύ γρήγορα να κατακτήσει μερίδια της διεθνούς αγοράς από οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη κι αν προέρχεται. Είναι επομένως αναγκαίο να αναζητήσουμε τους παράγοντες εκείνους, τις συνθήκες ανάπτυξης του κλάδου, που ευνοούν τη διευρυμένη διεθνή παρουσία του.
Η ανάπτυξη της παραγωγής λογισμικού είναι σε διεθνές επίπεδο το προϊόν πολλαπλών διαδικασιών. Πρόκειται καταρχήν για μια δραστηριότητα εντάσεως εργασίας και γνώσης, η οποία είναι συνάρτηση τόσο των γνώσεων και της ευφυΐας αυτών που την αναλαμβάνουν, όσο και του περιβάλλοντος γνώσεων στο οποίο αυτοί οι άνθρωποι σκέφτονται και εργάζονται. Συνυπάρχει η οργανωμένη θεσμική ή επιχειρηματική δραστηριότητα με την ατομική έμπνευση και πρωτοβουλία. Οι πολιτικές που ευνοούν την καινοτόμο επιχειρηματική δραστηριότητα, είναι εξίσου σημαντικές με την οργανωμένη έρευνα, την εκπαίδευση και τη συγκέντρωση δραστηριοτήτων σε πόλεις ή σε τεχνοπόλεις.
Η παραγωγή λογισμικού απευθύνεται σε μια αγορά που αποτελείται από τον δημόσιο τομέα και από τον ιδιωτικό τομέα, και επομένως η δυνατότητα αύξηση της παραγωγής και διαφοροποίησης των προϊόντων εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από τη ζήτηση που υπάρχει σε αυτούς τους τομείς της αγοράς, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά την εξέλιξη αυτής της δραστηριότητας. Όσο κι αν η επιτυχία ενός προϊόντος κρίνεται με διεθνή κριτήρια, η δυνατότητα της επιχείρησης που το παράγει να βασιστεί για τη διαμόρφωσή του σε τοπικούς παράγοντες, από την πλευρά τόσο της ζήτησης, όσο και του ανθρώπινου δυναμικού, αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση της διαδικασίας που οδηγεί μέσω της καινοτομίας στην ανταγωνιστικότητα.
Οι διαθέσιμες μελέτες καταγράφουν και προβλέπουν μια άνοδο της δραστηριότητας του κλάδου η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο φυσιολογική, αν και διαπιστώνονται επίσης παράγοντες που καθυστερούν αυτή την άνοδο, όπως η καθυστέρηση των πρωτοβουλιών του δημόσιου τομέα σε ότι αφορά την εισαγωγή Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών και η δυσκολία πολλών κατηγοριών επιχειρήσεων να αναβαθμίσουν την αξιοποίηση των ΤΠΕ. Είναι όμως εύκολο να διαπιστώσουμε επίσης οτι από την σκοπιά της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας υπάρχουν αρκετές πιθανές εκδοχές αυτής της, κατά τα φαινόμενα, αναπόφευκτης μεγέθυνσης του κλάδου. Οι πολιτικές που αυξάνουν τη ζήτηση για προϊόντα ΤΠΕ θα επηρεάσουν την προσφορά ανάλογα με τις κατηγορίες και την ποιότητα αυτής της ζήτησης, αλλά και ανάλογα με τους ευρύτερους στόχους που υπηρετούν ενδεχομένως οι πολιτικές αυτές. Η οικονομία της γνώσης που αποτελεί μετά τη Στρατηγική της Λισαβόνας, έναν στόχο της κάθε χώρας μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβάνει αναγκαστικά και την προώθηση της καινοτομίας τόσο στις μορφές οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας, όσο και στην ίδια την παραγωγή λογισμικού.
Είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστεί η τόνωση της ανάπτυξης του κλάδου των ΤΠΕ και ειδικότερα της παραγωγής λογισμικού, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού διαφορετικών παρεμβάσεων και πολιτικών:
- Της ενίσχυσης της ζήτησης κατά υπηρεσίες ή τομείς επιχειρηματικών δραστηριοτήτων για προϊόντα των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών.
Πρόκειται στην πραγματικότητα για το σύνολο σχεδόν των δράσεων για τις ΤΠΕ στο πλαίσιο των επιχειρηματικών προγραμμάτων και ειδικότερα των δράσεων του προγράμματος Κοινωνία της Πληροφορίας.
- Της υποστήριξης και ενθάρρυνσης της καινοτομίας στις μορφές οργάνωσης των υπηρεσιών και των επιχειρήσεων. Εδώ θα μπορούσαμε να αναφέρουμε (α) τη δημιουργία φορέων τεκμηρίωσης και παραγωγής γνώσης, ή την προώθηση συνεργασιών με αυτούς τους σκοπούς, (β) την υποστήριξη της δικτύωσης σε κλαδικό ή τοπικό επίπεδο και της δημιουργίας πόλων καινοτομίας, (γ) την καινοτομία στο επίπεδο της προσφοράς υπηρεσιών και μάλιστα των υπηρεσιών που προσφέρονται ήδη.
- Της επεξεργασίας στόχων, και μέσων για την υλοποίησή τους, στους τομείς της εκπαίδευσης και της έρευνας, όπου δεν αρκεί να εκπαιδεύονται οι κατάλληλες ειδικότητες και να χρηματοδοτείται ή έρευνα, αλλά χρειάζεται να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις και στα δύο επίπεδα, για την ενίσχυση της καινοτομίας και των σχετικών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, ή των πρωτοβουλιών στο πλαίσιο άλλων δραστηριοτήτων.
Υπάρχουν παραδείγματα δραστηριοτήτων στον κλάδο της παραγωγής λογισμικού, που δείχνουν οτι η ενσωμάτωση της ΤΠΕ μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη εγχωρίων επιχειρήσεων και να μην οδηγήσει απλώς στην αύξηση των εισαγωγών, και που δείχνουν επίσης οτι οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν υπό ορισμένες συνθήκες να επιτύχουν την απεξάρτησή τους από την εγχώρια αγορά και τη διεκδίκηση μεριδίων σε διεθνείς αγορές. Είναι αναγκαίο να μελετηθούν και να συζητηθούν οι δυνατότητες που υπάρχουν προς αυτές τις κατευθύνσεις, οι οποίες έχουν προφανώς σχέση με την προοπτική της οικονομίας στον τομέα της ανταγωνιστικότητας, αλλά και της απασχόλησης.
ΙΙ. Κοινωνία της πληροφορίας και προσφορά λογισμικού
Η ένταξη της τεχνολογίας της πληροφορικής και των επικοινωνιών στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, δεν αφορά μόνο την πραγματοποίηση ενός περαιτέρω βήματος της τεχνολογικής εξέλιξης στο πλαίσιο των υπαρχουσών οικονομικών και κοινωνικών δομών, αλλά εγκυμονεί μια ολοκληρωμένη αλλαγή του προτύπου οργάνωσης της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, όπως και των μεθόδων επηρεασμού της οικονομικής δραστηριότητας. Η μετάβαση στην κοινωνία της πληροφορίας, αφορά επομένως τόσο την ζήτηση όσο και την προσφορά προϊόντων του κλάδου της πληροφορικής και ειδικότερα προϊόντων λογισμικού. Η ανανέωση των μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής αφορά τόσο τις δραστηριότητες που θα ενσωματώσουν τη νέα τεχνολογία, όσο και τις δραστηριότητες που θα παράγουν τα μέσα για την αξιοποίησή της. Οι πολιτικές που επιδιώκουν να προωθήσουν την αλλαγή του προτύπου οργάνωσης της παραγωγής και τα κέρδη σε παραγωγικότητα και απασχόληση που συνεπάγεται, χρειάζεται να λάβουν υπόψιν και τις δύο αυτές προσεγγίσεις.
Η κατανόηση των αλλαγών που προκαλεί στο παραγωγικό σύστημα η χρήση των ΤΠΕ, δεν μπορεί να αξιοποιήσει τη θεωρία της μετάβασης από την βιομηχανική οικονομία στην οικονομία των υπηρεσιών, ούτε μπορεί να περιοριστεί στην ανάδειξη ενός νέου τομέα δραστηριοτήτων. "Το πέρασμα από τη βιομηχανική κοινωνία στην κοινωνία της πληροφορίας, δεν είναι το αντίστοιχο ιστορικό φαινόμενο με το πέρασμα από την αγροτική στη βιομηχανική κοινωνία και δεν μπορεί να περιοριστεί στην ανάδυση της οικονομίας των υπηρεσιών. Υπάρχει μια γεωργία της πληροφορίας, μια βιομηχανία της πληροφορίας και δραστηριότητες υπηρεσιών της πληροφορίας, οι οποίες βασίζονται στην πληροφορία και την γνώση που ενσωματώνονται στη διαδικασία της εργασίας, χάρη στην αυξανόμενη ισχύ των τεχνολογιών της πληροφορίας" (Castells 1998, 135). "Το να ισχυριζόμαστε [σήμερα] οτι η παραγωγικότητα δημιουργεί την οικονομική μεγέθυνση και είναι συνάρτηση των τεχνικών μεταβολών, ισοδυναμεί με το να ισχυριζόμαστε οτι τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας, μέσω των επιπτώσεών τους στην τεχνολογική καινοτομία, είναι οι αποφασιστικοί παράγοντες της οικονομικής μεγέθυνσης" (Castells 1998, 112).
Όταν εξετάζεται το ζήτημα των πολιτικών που μπορούν να στηρίξουν τη διαμόρφωση της οικονομίας της πληροφορίας, γίνονται ορισμένες διαπιστώσεις για τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της (Lundvall, Borras 1997, 54):
- Η καινοτομία δεν αποτελεί περιθωριακό φαινόμενο στην οικονομία, αλλά παίζει κεντρικό ρόλο για τη δυναμική του βιομηχανικού τομέα, και τη μεγέθυνση των περιφερειών και των εθνικών οικονομιών.
- Η Καινοτομία είναι μια διαδραστική διαδικασία που έχει τη ρίζες της στην αναζήτηση και την εκμάθηση. Η διαδραστική εκμάθηση είναι ενσωματωμένη στην κοινωνία και δεν υπάρχει επομένως μια "οικονομική σφαίρα" που μπορεί να απομονωθεί από την κοινωνική σφαίρα. Οι θεσμοί έχουν σημασία τόσο για τον προσανατολισμό όσο και για τις επιδόσεις της οικονομίας.
- Οι συντελεστές διαφέρουν σε οτι αφορά τις δεξιότητες και τον ορθολογισμό τους και αλλάζουν από αυτές τις απόψεις κατά τις διαδικασίες εκμάθησης. Η ικανότητά τους να μαθαίνουν είναι επίσης διαφορετική και αντανακλά την προηγούμενη εκμάθηση όπως και την ικανότητά τους να ξεχνούν.
- Η διαρθρωτική μεταβολή της οικονομίας, αντανακλά τον μετασχηματισμό των συντελεστών και των οργανώσεων από τη μια μεριά, σε συνδυασμό με μια διαδικασία επιλογής συντελεστών και οργανώσεων από την άλλη.
- Η εσωτερική οργάνωση της επιχείρησης και η ένταξή της σε καινοτόμα δίκτυα είναι κρίσιμα στοιχεία για τη διοίκηση και για την επίδοση της επιχείρησης. Τα καινοτόμα δίκτυα περιλαμβάνουν επίσης οργανώσεις εντάσεως γνώσης όπως τα πανεπιστήμια και τα εργαστήρια.
- Υπάρχουν συστημικές διαφορές μεταξύ χωρών (και περιφερειών), σε οτι αφορά τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες τις μορφές οργάνωσης και τα χαρακτηριστικά της εξειδίκευσης. Τα εθνικά συστήματα καινοτομίας κάνουν διαφορετικά πράγματα με διαφορετικό τρόπο.
Αυτά τα χαρακτηριστικά της οικονομίας της πληροφορίας, που δικαιολογούν και τον χαρακτηρισμό της ως "μανθάνουσα οικονομία", έχουν προκαλέσει ορισμένες σημαντικές αλλαγές στο περιεχόμενο και τις επιλογές των τεχνολογικών και των βιομηχανικών πολιτικών. Διαπιστώθηκαν οι εξής αλλαγές στη διαμόρφωση των εθνικών πολιτικών καινοτομίας (Lundvall, Borras 1997, 61):
- Πρώτον, η διαφοροποίηση μεταξύ βιομηχανικής και τεχνολογικής πολιτικής είναι όλο και λιγότερο έντονη. Η καινοτομία τείνει να γίνει ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε στρατηγικής στον τομέα της βιομηχανικής πολιτικής, διαμορφώνοντας πολιτικές που επιδιώκουν να επηρεάσουν όλους τους παράγοντες που προωθούν την τεχνολογική καινοτομία.
- Δεύτερο, αξιοποιείται περισσότερο η ευρύτατη διεθνοποίηση της τεχνολογικής
ανάπτυξης και της χρήσης της τεχνολογίας. Η ικανότητα ενσωμάτωσης της τεχνολογίας που αναπτύχθηκε εκτός των συνόρων μιας χώρας, αντιμετωπίζεται ως αποφασιστικός παράγοντας της ανταγωνιστικότητας.
- Τρίτο, υπάρχει μια σαφής τάση των πολιτικών να εγκαταλείπουν τις κατά κλάδους επιδοτήσεις ή άλλες ρυθμίσεις. Η βιομηχανική πολιτική επικεντρώνεται προοδευτικά σε ολοκληρωμένα αναπτυξιακά σύνολα (που ονομάζονται επίσης "συγκεντρώσεις πόρων" ή clusters), τα οποία αποτελούνται από αλληλοεξαρτώμενους κλάδους.
- Τέταρτο, αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο οτι η νέα τεχνολογία από μόνη της, δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα των επιδόσεων ενός βιομηχανικού κλάδου ή της οικονομίας. Η εκμάθηση και η γνώση συνδέονται με τους ανθρώπους... Η ανάγκη να τονωθεί η επένδυση σε ανθρώπινους πόρους και οργανωτικές αλλαγές στο επίπεδο της επιχείρησης, έχει γίνει ευρύτατα αποδεκτή από αυτούς που επεξεργάζονται τις πολιτικές.
- Πέμπτο, ενώ γίνεται προοδευτικά κατανοητή η συστημική φύση της καινοτόμου διαδικασίας, έχει μετατοπιστεί η έμφαση κατά την υλοποίηση της τεχνολογικής πολιτικής, από την πλευρά της προσφοράς στην πλευρά της ζήτησης. .. Φαίνεται στην πράξη, οτι οι τεχνολογικές πολιτικές που έχουν τα περισσότερο ορατά και θετικά αποτελέσματα είναι αυτές που ασχολούνται περισσότερο με τον χρήστη, στο πλαίσιο των αναπτυξιακών προγραμμάτων.
- Τέλος, έχει γίνει περισσότερο κατανοητή η σημασία της πολιτικής καινοτομίας για την επίδοση της οικονομίας στο σύνολό της, καθώς και η ανάγκη να συντονιστεί η πολιτική καινοτομίας με την μακροοικονομική πολιτική.
Είναι δυνατό να αξιοποιηθούν αυτά τα συμεπράσματα για να διατυπωθούν ορισμένες υποθέσεις σχετικά με τον τρόπο ένταξης του κλάδου του λογισμικού στην συνολική καινοτομική διαδικασία, οι οποίες θα διερευνηθούν με την αξιοποίηση των διαθέσιμων μελετών και των συνεντεύξεων με παράγοντες και στελέχη του κλάδου στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
1) Στον κλάδο της πληροφορικής και της παραγωγής λογισμικού ειδικότερα, η διαδικασία της καινοτομίας πραγματοποιείται σε μια διεθνοποιημένη αγορά, και επομένως οι στόχοι μιας πολιτικής στήριξης της καινοτομίας στον κλάδο αυτό δεν ταυτίζεται με τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την αύξηση της ζήτησης για τα προϊόντα του. Οι στόχοι και τα μέσα μιας καινοτομικής πολιτικής για τις δραστηριότητες αυτές πρέπει να είναι το αντικείμενο μιας ιδιαίτερης επεξεργασίας.
2) Η ενσωμάτωση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών στους κλάδους οικονομικών δραστηριοτήτων, είναι συνάρτηση της ολοκληρωμένης ανανέωσης αυτών των δραστηριοτήτων και όχι απλά της μερικής αξιοποίησης αυτών των τεχνολογιών. Η εκτεταμένη χρήση των ΤΠΕ στις επιχειρήσεις και σε δημόσιες υπηρεσίες είναι αποτέλεσμα αλλαγών που αφορούν τόσο την παραγωγή αγαθών και την προσφορά υπηρεσιών, όσο και τα χαρακτηριστικά των προϊόντων, τις οργανωτικές επιλογές, τις συνεργασίες και τις δικτυώσεις. Αυτό σημαίνει οτι η αύξηση της ζήτησης για προϊόντα λογισμικού, και για καινοτόμα προϊόντα λογισμικού ειδικότερα, είναι σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση των καινοτομικών πολιτικών σε επίπεδο τομέων δραστηριοτήτων και αναπτυξιακών συνόλων. Δεν επαρκούν επομένως οι πολιτικές επιδότησης μεμονωμένων χρήσεων ΤΠΕ, με κλαδική ή οριζόντια λογική.
3) Η τεχνολογική πολιτική είναι συνάρτηση πολιτικών αύξησης της ζήτησης για καινοτόμα προϊόντα. Αυτές οι πολιτικές περιλαμβάνουν τις καινοτομικές πολιτικές κατά τομείς δραστηριοτήτων, αλλά περιλαμβάνουν επίσης και εξειδικευμένες πολιτικές αύξησης της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες που μπορούν να στηρίξουν την ευρύτερη χρήση και παραγωγή νέων τεχνολογικών προϊόντων.
4) Η αξιοποίηση των ΤΠΕ και η καινοτομία σε αυτό τον τομέα είναι συνάρτηση του υπάρχοντος κεφαλαίου γνώσεων που έχει συσσωρευτεί μέσω της εκπαίδευσης, της εμπειρίας και της έρευνας. Η γνώση αυτή βρίσκεται κατά κύριο λόγο στα μυαλά των ανθρώπων και παράγεται από αυτά. Η στρατηγική ανάπτυξης καινοτομιών βασίζεται επομένως σε μια στρατηγική για το ανθρώπινο δυναμικό, η οποία δεν αφορά μόνο την προσφορά των κατάλληλων ειδικοτήτων για τη χρήση των ΤΠΕ, αλλά και τη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη συγκέντρωση των κατάλληλων ανθρώπων σε κατάλληλες συνθήκες ώστε να διαμορφώνονται καινοτόμες ιδέες και προτάσεις.
ΙΙΙ. Συνθήκες ανάπτυξης της παραγωγής λογισμικού στην Ελλάδα
Το σημαντικότερο ζήτημα σχετικά με την ανάπτυξη του κλάδου λογισμικού στην Ελλάδα, αφορά τον βαθμό στον οποίο η οικονομία, και ο κλάδος αυτός ειδικότερα, αξιοποιούν τις συνθήκες που διαμορφώνονται χάρη στις δυνατότητες που προσφέρει η ΤΠΕ. Στις διαθέσιμες μελέτες και έρευνες συνυπάρχουν διαπιστώσεις που αφορούν τον δυναμισμό του κλάδου και τη συνεχιζόμενη ανάπτυξή του, με διαπιστώσεις που αναδεικνύουν τα εμπόδια τα οποία συναντάει η εισαγωγή της ΤΠΕ στην οικονομία. Παρόλο επομένως που τα ποσοστά των ετήσιων μεγεθύνσεων δείχνουν μια ικανοποιητική πορεία του κλάδου, φαίνεται να έχει η ελληνική κοινωνία και η οικονομία, πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες απορρόφησης της νέας τεχνολογίας. Από την άλλη μεριά, οι ίδιες μελέτες παρουσιάζουν μια διαφοροποίηση των επιχειρήσεων κατά κατηγορίες προϊόντων και δραστηριοτήτων, αλλά δεν εξετάζουν και από αυτή τη σκοπιά την ανάπτυξη του κλάδου, ώστε να προκύπτει μια συζήτηση των δυνατών επιλογών στο επίπεδο των πολιτικών για την ανταγωνιστικότητα των δραστηριοτήτων αυτών στη διεθνή αγορά.
Το μέγεθος της αγοράς λογισμικού στην Ελλάδα ακολουθεί μια ανοδική πορεία, αφού μετά μια στασιμότητα στα 324 εκατομύρια Ευρώ το 2001 και 2002, πέρασε στα 334 εκ. Ευρώ το 2003 (3,3% αύξηση), και αναμένεται να φθάσει στα 352 εκ. Ευρώ το 2004 (5,4% αύξηση) και τα 383 (8,6%) το 2005 (ΙΟΒΕ 2005, 54). Εκτιμάται οτι ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας βρίσκονται ήδη στο δεύτερο στάδιο υιοθέτησης ΤΠΕ και το 100% χρησιμοποιούν Η/Υ και διαδίκτυο, ενώ το 80% διαθέτουν ιστοσελίδα (ΙΟΒΕ 2005, 98), ο δημόσιος τομέας, οι μικρές επιχειρήσεις και οι καταναλωτές βρίσκονται ακόμα αρκετά πίσω: οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται στο πρώτο στάδιο υιοθέτησης ΤΠΕ, με 36% να χρησιμοποιεί Η/Υ και 20% το διαδίκτυο, και στον ελληνικό πληθυσμό ο βαθμός χρήσης Η/Υ φθάνει το 30% και του διαδικτύου το 19%. "Ο κύριος πελάτης προϊόντων και υπηρεσιών ΤΠΕ παραμένει ο δημόσιος τομέας, μέσω της εκτέλεσης των έργων του Γ'ΚΠΣ και κυρίως του Επιχειρησιακού Προγράμματος Κοινωνία της Πληροφορίας... Ο δημόσιος τομέας αποτελεί βασικό παράγοντα δημιουργίας πρωτογενούς και δευτερογενούς ζήτησης για τον κλάδο" (ΙΟΒΕ 2005, 62).
Η πρωτογενής έρευνα σε ένα δείγμα επιχειρήσεων του κλάδου (ΙΟΒΕ 2005), προσφέρει αποτελέσματα που δείχνουν οτι οι προσεγγίσεις των επιχειρήσεων, των μηχανισμών άσκησης πολιτικής, αλλά και των μελετητών, δεν επιδιώκουν να θέσουν ζητήματα στρατηγικών επιλογών τόσο στο επίπεδο των κρατικών πολιτικών, όσο και σε αυτό των επιχειρήσεων.
α) Χαμηλή εξωστρέφεια
Η έρευνα αυτή διαπιστώνει καταρχήν οτι είναι μικρή η εξαγωγική δραστηριότητα του συνολικού κλάδου των ΤΠΕ, αλλά συγχρόνως αναδεικνύει τη σημασία που αποδίδουν οι επιχειρήσεις στη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΙΟΒΕ 2005, 215). Παράλληλα όμως διαπιστώνεται οτι ενώ αναγνωρίζεται η ανάγκη της διεθνοποίησης, στην πράξη δεν υιοθετείται μια τέτοια στρατηγική από τις επιχειρήσεις και η "εξάρτηση από το Γ'ΚΠΣ" αποτελεί έναν παράγοντα που αποθαρρύνει τις επενδύσεις σε εξαγωγικές δραστηριότητες (ΙΟΒΕ 2005, 218). Είναι φυσικά περίεργο το οτι σε μια αγορά που είναι εκ των πραγμάτων διεθνοποιημένη, οι περισσότερες επιχειρήσεις παραμένουν προσκολλημένες στην εσωτερική ζήτηση και δεν έχουν στρατηγική διεθνοποίησης, που δεν θα αφορούσε μόνο τη διείσδυση σε εξωτερικές αγορές, αλλά κυρίως την προσφορά προϊόντων με διεθνώς ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά.
β) Εξάρτηση από το ΚΠΣ
Η υψηλή εξάρτηση από το Γ'ΚΠΣ αναφέρεται ως ένα από τα εμπόδια που συναντάει η ανάπτυξη του κλάδου (ΙΟΒΕ 2005, 216). Μια τέτοια διαπίστωση θέτει όμως πολύ σοβαρά ερωτήματα σε οτι αφορά τις πολιτικές που υλοποιούνται μέσω του Γ'ΚΠΣ. Είναι βέβαια εύκολο και συνηθισμένο να μεταφέρεται το πρόβλημα στις αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης, αλλά είναι συγχρόνως προσφανές οτι χρειάζεται μια σοβαρή αξιολόγηση των προσεγγίσεων που έχουν ενσωματωθεί στο ΚΠΣ, με στόχο φυσικά την επεξεργασία πολιτικών που μπορεί να έχουν αποτελέσματα.
γ) Χαμηλό επίπεδο πληροφοριακής κουλτούρας
Στα συμπεράσματα της έρευνας αναφέρεται οτι "σημαντικά εμπόδια που χαρακτηρίζουν τη ζήτηση είναι το χαμηλό επίπεδο πληροφοριακής κουλτούρας των χρηστών ΤΠΕ, αλλά και το επίπεδο οργάνωσης των επιχειρήσεων που έχει περιορισμένες δυνατότητες αναδιάρθρωσης" (ΙΟΒΕ 2005, 216). Αναφέρεται επιπλέον οτι "οι πολίτες και οι επιχειρήσεις δεν είναι εξοικειωμένοι με τις ΤΠΕ και άρα εκτός από τις δράσεις κατάρτισης που υιοθετούνται σε πολιτικό επίπεδο, πρέπει και οι επιχειρήσεις να υιοθετήσουν μια κατάλληλα στοχευμένη στρατηγική προσέγγισής τους, προωθώντας εξατομικευμένα προϊόντα/ υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες και το μέγεθος των ελληνικών εταιριών". 'Ενα από τα συμπεράσματα αυτής της έρευνας είναι οτι υπάρχουν "νησίδες εξειδίκευσης" (ΙΟΒΕ 2005, 213) και επομένως υπάρχουν επιχειρήσεις που υιοθετούν στοχευμένες στρατηγικές. Από τη στιγμή όμως που είναι κοινώς αποδεκτό οτι σημαντικό αντικείμενο της κρατικής πολιτικής (επιχειρησιακά προγράμματα του ΚΠΣ) είναι η υποστήριξη της εισαγωγής της πληροφορικής σε επιχειρήσεις που δεν είναι εξοικειωμένες με αυτή την τεχνολογία, θα πρέπει και η κρατική πολιτική να αναζητήσει νέους τρόπους ενίσχυσης τόσο της προσφοράς όσο και της ζήτησης, που θα μπορούν να υπηρετήσουν ειδικούς στόχους.
δ) Περιορισμένη εσωτερική Έρευνα και Ανάπτυξη
Ένα από τα εμπόδια που συναντάει η τεχνολογική εξέλιξη του κλάδου είναι κατά την έρευνα η περιορισμένη έρευνα και ανάπτυξη στο εσωτερικό των επιχειρήσεων και η προτίμηση στην διαφοροποίηση των προϊόντων, ή τη διαμόρφωση νέων προϊόντων και υπηρεσιών, χωρίς όμως να μεσολαβεί η έρευνα και ανάπτυξη (ΙΟΒΕ 2005, 218). Επίσης, δεν υιοθετείται ιδιαίτερα η συμμετοχή σε ερευνητικές συνεργασίες και προτιμάται η απόκτηση τεχνογνωσίας από το εξωτερικό (ΙΟΒΕ 2005, 220). Πάντως, οι επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητες Έρευνας και Ανάπτυξης (40% του κλάδου δαπανά πάνω από το 5% του τζίρου του), συνεργάζονται κυρίως με πανεπιστημιακούς φορείς στο πλαίσιο επιδοτούμενων προγραμμάτων (ΙΟΒΕ 2005, 213). Οι πληροφορίες αυτές δεν παρουσιάζουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του ρόλου που παίζει η Έρευνα και Ανάπτυξη, καθώς από τη μία μεριά δεν θεωρείται σημαντική αυτή η δραστηριότητα, αλλά από την άλλη η χρηματοδότησή της δεν φαίνεται να είναι αμελητέα. Ένα συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι οτι δεν εντάσσεται η έρευνα και ανάπτυξη σε στρατηγικές επιλογές για τον κλάδο και επομένως δεν υπάρχει και ένα πλαίσιο για να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις των χρηματοδοτήσεων που την ενισχύουν.
Μια άλλη πρόσφατη έρευνα (ISIS 2004) επιβεβαιώνει οτι υπάρχει μια έντονη αναντιστοιχία ανάμεσα στην διαθεσιμότητα πόρων μέσω των επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΚΠΣ και την αδυναμία τόσο του δημόσιου τομέα, όσο και της μεγάλης μάζας των μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων να αξιοποιήσουν ικανοποιητικά τους πόρους αυτούς, αλλά και τις ΤΠΕ ανεξαρτήτως χρηματοδότησης. Σε όλους τους τομείς δραστηριότητας που εξετάζει αυτή η έρευνα (E-health, E-business, E-government, E-learning, E-content) διαπιστώνεται οτι υπάρχει αφενός ένα απόθεμα δυνατών πρωτοβουλιών, και αφετέρου μια καθυστέρηση των πρωτοβουλιών από τη μεριά της δημόσιας διοίκησης.
Αλλά και από την πλευρά των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων διαπιστώνονται σοβαρές δυσκολίες σε οτι αφορά τη δυνατότητα απορρόφησης των ΤΠΕ. Οι επιχειρήσεις δεν είναι στη πλειοψηφία των περιπτώσεων έτοιμες να αξιοποιήσουν τις τεχνολογικές εξελίξεις και δεν διαθέτουν την κατάλληλη γνώση και δεξιότητες, ούτε και την κατάλληλη οργανωτική υποδομή. Το πώς θα υποστηριχθούν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις για να ενσωματώσουν χρήσεις των ΤΠΕ είναι επομένως ένα από τα σημαντικά ζητήματα πολιτικής που χρειάζεται να διερευνηθούν.
IV. Αποτελέσματα μιας πιλοτικής έρευνας
Για να εξεταστούν οι υποθέσεις οι οποίες αναφέρθηκαν στο ΙΙ μέρος, πραγματοποιήθηκε μια πιλοτική έρευνα στη Θεσσαλονίκη με συνεντεύξεις στο Σύνδεσμο Εταιριών Πληροφορικής Βορείου Ελλάδος και σε τρεις επιχειρήσεις χαρακτηριστικές διαφορετικών εκδοχών ανάπτυξης. Θα παρουσιαστούν τα αποτελέσματα αυτών των συνεντεύξεων, ώστε να συμπληρωθούν οι διαπιστώσεις που έγιναν με την αξιοποίηση των διαθέσιμων μελετών για τον κλάδο.
Από τη συνέντευξη με ανώτερο στέλεχος του ΣΕΠΒΕ προκύπτουν τα εξής:
- Ο κλάδος παραγωγής λογισμικού παρουσιάζει ένα δυναμισμό, δημιουργούνται νέες επιχειρήσεις παρά τις καθυστερήσεις από την πλευρά της αξιοποίησης του ΚΠΣ.
- Αναμένεται τα επόμενα χρόνια να ενταθεί ο διεθνής ανταγωνισμός και ειδικότερα στο επιχειρηματικό λογισμικό. Αυτό σημαίνει οτι μπορεί να αυξηθούν οι πωλήσεις λογισμικού μεγάλων διεθνών επιχειρήσεων, παρόλο που η εξειδίκευση στις ελληνικές συνθήκες θα είναι πάντα απαραίτητη.
- Κατά μέσο όρο ο έλληνας επιχειρηματίας δεν ξοδεύει για τεχνολογία, και ακόμα λιγότερο στην επαρχία. Πρέπει να ευνοηθεί από το κράτος η αγορά τεχνολογίας, όχι όμως με τη μορφή της επιδότησης. Χρειάζεται να πάνε χρήματα στις πολυάριθμες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
- Δεν υποστηρίζεται η καινοτομία. Υπάρχουν μικρά σχήματα που κάνουν καινοτομικές προτάσεις αλλά κανείς δεν ασχολείται μαζί τους.
- Η ιδέα του φτηνού διαδικτύου δεν υλοποιήθηκε σωστά και καθυστερεί.
- Θα έπρεπε να παίρνουν χρήματα οι επιχειρήσεις για έρευνα και ανάπτυξη, χωρίς να συνδέονται υποχρεωτικά με το πανεπιστήμιο. Αντί για τα κτίρια, θα έπρεπε να επιδοτείται η έρευνα και ανάπτυξη.
- Θα έπρεπε να μπορεί να βγεί στην αγορά η έρευνα που πραγματοποιείται στα πανεπιστήμια.
- Το Γ'ΚΠΣ θα έπρεπε να είναι ευκαιρία για την προσφορά εργασίας σε έναν ανερχόμενο κλάδο.
Στη συνέντευξη με ανώτερο στέλεχος μεγάλης εταιρίας ειδικευμένης στην παραγωγή επιχειρηματικού λογισμικού, γίνονται κυρίως οι εξής διαπιστώσεις:
- Υπάρχουν περιθώρια για την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής λογισμικού σε συνθήκες διεθνούς ανταγωνισμού, ιδιαίτερα των εφαρμογών για μικρές επιχειρήσεις, αν και υπάρχουν πιθανότητες να επεκταθεί στο εσωτερικού η χρήση διεθνούς λογισμικού που μπορεί να εξειδικευθεί.
- Η στρατηγική της επιχείρησης να επεκταθεί στη Δυτική Ευρώπη βασισμένη στην εγχώρια εμπειρία και στα κεφάλαια του χρηματιστηρίου, απέτυχε. Πέτυχε μόνο η παρουσία στα Βαλκάνια που στηρίχθηκε μάλιστα σε καθοριστικό βαθμό στις υπάρχουσες εκεί ελληνικές επιχειρήσεις. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η μείωση του προσωπικού της εταιρίας μετά το 2001.
- Στις μικρές επιχειρήσεις που είναι ήδη πελάτες της εταιρίας, διαπιστώνεται μια απροθυμία να περάσουν σε ανώτερη τεχνολογία.
- Εκτιμάται οτι δεν απέδωσε η προοπτική των "μεγάλων έργων πληροφορικής". Η εταιρία στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στην πελατεία των μεγάλων επιχειρήσεων για τις οποίες παράγει ένα σύστημα ERP, το οποίο έχει ανταγωνιστική τιμή σε σχέση με το εισαγόμενο, και στην πελατεία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στις οποίες προσφέρει εμπορικο-λογιστικό λογισμικό.
Στη συνέντευξη με εταιρία παραγωγής εξειδικευμένου λογισμικού με κύρια απεύθυνση τη διεθνή αγορά, αναφέρονται τα εξής θέματα:
- Η εταιρία ξεκίνησε με την παραγωγή λογισμικού για εξειδικευμένη χρήση στη μεταποίηση, το οποίο απεδείχθει ανταγωνιστικό διεθνώς και πωλείται πλέον στη διεθνή αγορά.
- Στη συνέχεια το πρώτο προϊόν διαφοροποιήθηκε σε βιομηχανικό, σχεδιαστικό και οικιακής χρήσης, εντάθηκε σε σύστημα MIS, και προστέθηκε και η παραγωγή ενός μηχανήματος για μια συγκεκριμένη αξιοποίηση αυτού του λογισμικού.
- Προστέθηκαν μετά η παραγωγή συσκευών λέιζερ, εφαρμογών τηλεπληροφορικής και λογισμικού για το διαδίκτυο.
- Οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία πενταετία περιλαμβάνουν την αγορά λογισμικού για τη δημιουργία λογισμικού, τη δημιουργία εργαστηρίου ηλεκτρονικής ανάπτυξης, την πραγματοποίηση επένδυσης στο εξωτερικό, τη δημιουργία δικτύου πωλήσεων στο εξωτερικό και την ίδρυση εταιρίας παραγωγής λέιζερ.
- Επισημαίνεται οτι επενδύσεις πρέπει να χαρακτηριστούν όλες οι δαπάνες για δραστηριότητες που επιτρέπουν την παραγωγή και την πώληση του προϊόντος, οτι το προϊόν της εταιρίας είναι το δίκτυό της. Αναφέρεται επίσης, ότι η επιδότηση δεν είναι η μόνη μορφή στήριξης και οτι θα μπορούσαν να υπάρχουν δωρεάν υπηρεσίες προς τις επιχειρήσεις σε θέματα λ.χ. πιστοποιήσεων.
- Σχετικά με την εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού επισημαίνεται η ανάγκη να εκπαιδεύονται οι νέοι άνθρωποι σε νέες γλώσσες προγραμματισμού, καθώς και η ανάγκη για προγραμματιστές που γνωρίζουν προγραμματισμό λειτουργικού συστήματος.
- Αναφέρεται επίσης η ανάγκη να εκπαιδεύονται system engineers στην Ελλάδα, και υπάρχουν επίσης ανάγκες για τεχνικούς δικτύων, administrators, τεχνικούς ασφαλείας.
- Σε οτι αφορά τις προοπτικές του κλάδου, αναφέρεται οτι η άποψη πως στην Ελλάδα μπορεί μόνο να υπάρξει παραγωγή λογισμικού (software) και όχι μηχανημάτων (hardware) είναι λαθεμένη, όπως αποδεικνύει η εξέλιξη της συγκεκριμένης εταιρίας.
Στη συνέντευξη με ταχύτατα αναπτυσσόμενη μεσαία επιχείρηση παραγωγής επιχειρηματικού λογισμικού διαπιστώνονται τα εξής:
- Προσφέρονται ταυτοχρόνως προγράμματα λογισμικού για την οργάνωση των επιχειρήσεων, βάση δεδομένων με την φορολογική και εργατική νομοθεσία και προγράμματα εκπαίδευσης για τη νομοθεσία. Η ιδιαιτερότητα αυτής της εταιρίας βρίσκεται στο ότι μαζί με εξειδικευμένα προϊόντα λογισμικού προσφέρει συστηματοποιημένες πληροφορίες και εκπαίδευση σχετικά με τις δραστηριότητες της επιχείρησης στις οποίες απευθύνεται το λογισμικό.
- Η "καθετοποίηση" της παραγωγής σε αυτή την εταιρία έρχεται να καλύψει ελλείψεις σε επίπεδο πληροφόρησης και εκπαίδευσης που θα μπορούσαν να είναι το αντικείμενο της δραστηριότητας αρμόδιων φορέων ή οργανισμών.
Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει από τα παραπάνω σημεία είναι οτι δεν έχει συγκροτηθεί από την πλευρά της ζήτησης μια στρατηγική εισαγωγής των ΤΠΕ τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Τα προβλήματα απορρόφησης των κονδυλίων του Γ'ΚΠΣ δεν φαίνεται να αντιμετωπίζονται, καθώς τόσο από την πλευρά του επιχειρηματικού τομέα, όσο και από την πλευρά του κράτους δεν υπάρχει συστηματική αξιολόγηση της υπάρχουσας προσέγγισης, ούτε επεξεργασία εναλλακτικών προτάσεων.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι οτι ο υπάρχον και ο όποιος μελλοντικός δυναμισμός του κλάδου παραγωγής λογισμικού, οδηγεί ταυτοχρόνως στην αύξηση της ενδογενούς παραγωγής, αλλά και στην αύξηση των εισαγωγών. Ενώ φαίνεται να συνυπάρχει η προσαρμογή εισαγόμενου λογισμικού με την υποκατάσταση εισαγωγών. Είναι ένα ζήτημα το οποίο θα έπρεπε να διερευνηθεί διεξοδικά, καθώς συνδέεται με την προοπτική διαμόρφωσης ενός τομέα επιχειρήσεων παραγωγής λογισμικού, ενταγμένου στη διεθνή αγορά.
Το τρίτο συμπέρασμα είναι οτι η εξωστρέφεια και η κατάκτηση αγορών σε διεθνές πλαίσιο είναι εφικτοί στόχοι, από τη στιγμή που η ανταπόκριση σε εγχώριες εξειδικευμένες ανάγκες οδηγεί σε υψηλού επιπέδου προϊόντα. Επίσης, η ένταξη στη διεθνή αγορά αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα που ευνοεί την καινοτομική δραστηριότητα.
Το τέταρτο συμπέρασμα είναι οτι το κύριο ζητούμενο για την εκπαίδευση και την έρευνα είναι η "παραγωγή" επιστημονικού δυναμικού υψηλού επιπέδου, που μπορεί να εργαστεί τόσο στα ερευνητικά ιδρύματα, όσο και στα οργανωμένα τμήματα έρευνας και ανάπτυξης, ή τις μικρές καινοτομικές εταιρίες. Χρειάζεται επίσης να ανταποκρίνεται το εκπαιδευτικό σύστημα στις ανάγκες για υψηλού επιπέδου ειδικότητες τις οποίες χρειάζεται ο κλάδος. Το ανθρώπινο δυναμικό του κλάδου πρέπει να μην αποτελείται πλέον από ένα μεγάλο αριθμό αυτοδίδακτων.
Το πέμπτο συμπέρασμα είναι οτι η ανάπτυξη της χρήσης και της παραγωγής λογισμικού προϋποθέτει την προσφορά άλλων υπηρεσιών, όπως η εξειδικευμένη εκπαίδευση και η εξασφάλιση της έγκαιρης πληροφόρησης των στελεχών και των επιχειρηματιών.
V. Ζητήματα πολιτικής
Η εξασφάλιση αυξημένης ζήτησης για τον κλάδο παραγωγής λογισμικού αποτελεί μια αποδεδειγμένη ανάγκη για την ανάπτυξή του. Για να αυξηθεί όμως αυτή η ζήτηση πρέπει, τόσο οι δημόσιες υπηρεσίες, όσο και οι επιχειρήσεις, να εντάσσονται σε ολοκληρωμένες καινοτομικές διαδικασίες. Η καθυστέρηση που παρατηρείται στην αξιοποίηση διαθέσιμων πόρων για την επιδότηση της εισαγωγής ΤΠΕ, είναι προφανώς μια καθυστέρηση που δεν οφείλεται στην αδιαφορία σε σχέση με την εισαγωγή νέας τεχνολογίας, ούτε απλά στην απουσία των σχετικών πολιτικών αποφάσεων. Η εισαγωγή της τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών συνοδεύει, όπως γνωρίζουμε πλέον, τις καινοτομίες σε επίπεδο προσφερόμενων υπηρεσιών και παραγόμενων προϊόντων, σε επίπεδο οργάνωσης και σε επίπεδο απασχόλησης του κατάλληλου ανθρώπινου δυναμικού σε νέες πολλές φορές συνθήκες. Από τη στιγμή που δεν υλοποιούνται όλες αυτές οι διαδικασίες, η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας παραμένει περιθωριακή ή αναξιοποίητη. Και εξίσου αναξιοποίητα είναι τα διαθέσιμα χρηματικά ποσά που αναμένουν να επιδοτήσουν τη χρήση ΤΠΕ.
Από τη στιγμή που επιδιώκεται να αναπτυχθεί ο κλάδος παραγωγής λογισμικού, με στρατηγικό στόχο να είναι ανταγωνιστικός και να αξιοποιεί τις δυνατότητες διεθνοποίησής του, χρειάζεται καταρχήν να συνδυαστεί η ικανοποίηση διαφόρων εκδοχών της ζήτησης, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, με την εξασφάλιση των συνθηκών που μπορούν να διαμορφώσουν μια προσφορά ικανοποιητική και ανταγωνιστική από την άποψη της ποιότητας και του κόστους. Η αύξηση της ζήτησης είναι όπως αναφέρθηκε συνάρτηση ενός συνόλου παραγόντων, τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ενώ η διαμόρφωση της προσφοράς είναι συνάρτηση των δυνατοτήτων χρηματοδότησης, αλλά και των συνθηκών σε επίπεδο γνώσης, που είναι ικανές να ευνοήσουν την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων.
Η ανάπτυξη του κλάδου παραγωγής λογισμικού, που προσφέρει τη δυνατότητα ανάπτυξης και εξωστρέφειας αυτού του κλάδου, θα στηριχθεί σε μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της αξιοποίησης των ΤΠΕ, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε μετάβαση στην κοινωνία της πληροφορίας ή στην οικονομία της γνώσης. Αυτή η ολοκληρωμένη αντιμετώπιση δεν αποτελεί απλώς το άθροισμα κλαδικών πολιτικών, αλλά απαιτεί παρόλ'αυτά μια στρατηγική προσέγγιση που θέτει στόχους σε επίπεδο κλάδων και τομέων δραστηριοτήτων. Θα έπρεπε να είναι πλέον σαφές οτι για να αξιοποιηθεί λ.χ. σε δημόσιες υπηρεσίες η ΤΠΕ και επομένως να αξιοποιηθεί αυτή η ζήτηση για την ανάπτυξη της παραγωγής λογισμικού, χρειάζεται ένας συστηματικός σχεδιασμός της μετάβασης των υπηρεσιών αυτών από την σημερινή συγκρότηση και λειτουργία τους σε ένα νέο πρότυπο οργάνωσης και προσφοράς υπηρεσιών. Το ίδιο ισχύει και για επιχειρηματικές δραστηριότητες που έχουν τη δυνατότητα να μεταβούν από παλαιωμένα προϊόντα και μορφές οργάνωσης, σε καινοτόμα, ανταγωνιστικά προϊόντα, τα οποία σχεδιάζονται, παράγονται και διακινούνται με την χρήση της ΤΠΕ.
Για την παραγωγή λογισμικού το ζήτημα του ανθρώπινου δυναμικού τίθεται στην πραγματικότητα ως ζήτημα εκπαίδευσης, έρευνας και ατομικής εφευρετικότητας. Το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης του επιστημονικού δυναμικού αποτελεί ένα στρατηγικό στόχο από τον οποίο εξαρτώνται τόσο η έρευνα, όσο και οι δυνατότητες εκδήλωσης της ατομικής εφευρετικότητας. Οι στρατηγικοί στόχοι για τον ελληνικό κλάδο εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τους στρατηγικούς στόχους σε επίπεδο δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Το ίδιο ισχύει και για την έρευνα σε δημόσιους οργανισμούς και ιδρύματα, που πρέπει να διαμορφώνει, μαζί με την εκπαίδευση, το πεδίο εντός του οποίου αναπτύσσεται η γνώση και η εφευρετικότητα και όχι να κατέχει την αποκλειστικότητα σε αυτό τον τομέα.
Η έρευνα στις επιχειρήσεις δεν πρέπει αναγκαστικά να συνδέεται άμεσα με την έρευνα σε δημόσιους οργανισμούς και ιδρύματα, αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό οτι η προγραμματιζόμενη από τον δημόσιο τομέα έρευνα αποτελεί την βασική στρατηγική επένδυση. Αυτή η επένδυση θα δημιουργήσει και τις συνθήκες για την ανάπτυξη της ατομικής εφευρετικότητας, που είναι αναμφισβήτητα ένα ζητούμενο, χωρίς όμως η ατομική επιχειρηματικότητα των ερευνητών να είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί.
Βιβλιογραφία
Πηνελόπη Ζιούτου, "Η αγορά λογισμικού στην Ελλάδα", ΙΟΒΕ, 2002
Άγγελος Τσακανίκας, "Εξελίξεις και προοπτικές του τομέα πληροφορικής και επικοινωνιών", ΙΟΒΕ, 2005
ΣΕΠΕ, "Πλάνο δράσης για την ανάπτυξη του internet στην Ελλάδα", 2004
Manuel Castells, “La societe en reseaux”, 1998
Chris Freeman and Francisco Louca, “As time goes by: from the industrial revolutions to the information revolution”, 2001
Marianne Broch and Arne Isaksen, “Knowledge intensive service activities and innovation in the Norwegian software industry”, STEP REPORT 03-2004
Arne Isaksen, “Cities and the ‘new economy’. The clustering of the software industry in OSLO, 2002
Bengt-Ake Lundvall and Susana Borras, “The globalising learning economy: implications for innovation policy”, TSER programme, DG XII, Commission of the European Union, 1997
ISIS, “Analysis of the Information Society in South Eastern Europe”, November 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου