Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Η κλιματική αλλαγή και το νέο μοντέλο ανάπτυξης (Έκθεση για την Οικονομία και την Απασχόληση 2009)

1. Εισαγωγή
Η δυναμική της κλιματικής αλλαγής που αποτελεί πλέον το αντικείμενο ευρέως αποδεκτών επιστημονικών αναλύσεων και προβλέψεων, αλλά και επεξεργασιών κρατικών πολιτικών, φέρνει αναπόφευκτα αλλαγές στους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνονται οι αναπτυξιακές στρατηγικές. Μια πρώτη σημαντική αλλαγή είναι ότι όλες οι αναζητήσεις τρόπων άμβλυνσης της κλιματικής αλλαγής και αντιμετώπισης των επιπτώσεών της, οδηγούνται σε επιλογές ποσοτικών στόχων, σε ότι αφορά κυρίως τα επίπεδα παραγωγής ενέργειας και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, και ότι πρέπει επομένως να εγκαταλειφθούν τα σχήματα πολιτικών που θέτουν γενικούς ποσοτικούς στόχους, αναμένοντας ότι η οικονομική ανάπτυξη και οι μηχανισμοί της αγοράς θα λειτουργήσουν προς τη σωστή κατεύθυνση. 
Μια δεύτερη αξιοπρόσεκτη αλλαγή είναι ότι η παραγωγή γνώσης από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και η προσπάθειά της να επηρεάσει τις αποφάσεις των κρατικών μηχανισμών και των διεθνών οργανισμών, έχουν αναδειχθεί σε σταθερό παράγοντα των πολιτικών εξελίξεων. Η δυνατότητα πραγματοποίησης προβλέψεων, επεξεργασίας μέτρων πολιτικής σε ευρύτερα ή τοπικά επίπεδα, και αξιολόγησης των μέτρων αυτών, εξαρτάται σε αυξανόμενο βαθμό από την ανάπτυξη συστημάτων καταγραφής και μελέτης των κλιματικών αλλαγών και των επιπτώσεών τους για τις συνθήκες ζωής και τις οικονομικές δραστηριότητες. Όσο περισσότερο υστερεί μια χώρα στον τομέα της παραγωγής γνώσης σχετικά με τις επιπτώσεις της δυναμικής των κλιματικών αλλαγών, τόσο περισσότερο απροετοίμαστη κινδυνεύει να βρεθεί, σε ότι αφορά στην οργάνωση επειγουσών παρεμβάσεων στην οικονομία και την κοινωνία. 
Τρίτη αλλαγή είναι ότι οι στόχοι, άμεσοι ή στρατηγικοί, οι οποίοι αφορούν στο περιβάλλον, είναι πλέον τόσο σημαντικοί και επιτακτικοί (για την άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής ή για την προσαρμογή σε μεταβολές που θα επιφέρει έτσι κι αλλιώς η κλιματική αλλαγή), που θα αποτελέσουν καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης των στρατηγικών και αμεσότερων στόχων στον οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Δεν είναι δυνατόν να αποφευχθούν πολιτικές αποφάσεις που έχουν διαρθρωτικούς στόχους για την οικονομία, που συνεπάγονται ανακατανομές εισοδημάτων ώστε να χρηματοδοτηθούν οι διαρθρωτικές πολιτικές, και που επιδιώκουν να προστατεύσουν τις κοινωνικές ομάδες που πλήττονται από ανακατατάξεις και αναδιαρθρώσεις. Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα, η οικονομική συγκυρία τόσο στις αναπτυγμένες, όσο και στις φτωχές χώρες του πλανήτη, και τα προβλήματα σχέσεων μεταξύ βορρά και νότου, θα συνδυαστούν εμφανώς με τα προβλήματα που αφορούν την άμβλυνση και τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής.
Τέταρτη αλλαγή, είναι η επάνοδος του σχεδιασμού στην οικονομική πολιτική και η επιστροφή της πρωτεύουσας σημασίας των κρατικών πολιτικών, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη θεσμικών λειτουργιών ικανών να διαχειριστούν αναδιαρθρώσεις στην οικονομία και την απασχόληση, και ανακατατάξεις στις κατανομές του εισοδήματος και τις κοινωνικές συμμαχίες. Η κλιματική αλλαγή δεν είναι παρά μια πολύ μεγάλη και πολύ επικίνδυνη «αποτυχία της αγοράς» που δεν μπορούν παρά να αναγνωρίσουν οι οικονομολόγοι οι οποίοι επιχειρούν να δώσουν συγκεκριμένες απαντήσεις σχετικά με την οικονομική διαχείριση της άμβλυνσης αυτής της απειλής. Καθώς όμως, τόσο η κλιματική αλλαγή, όσο και οι πολιτικές για την άμβλυνσή της, οδηγούν σε παραγωγικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, και εφόσον δεν επιλεγούν – πράγμα καθόλου απίθανο -  αυταρχικές πολιτικές για την αντιμετώπιση των αλλαγών αυτών, ο σχεδιασμός των πολιτικών δεν μπορεί παρά να στηριχθεί σε μια αναζωογόνηση και ανανέωση των θεσμών λήψης δημοκρατικών αποφάσεων, σε συνολικό και τοπικό επίπεδο.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι δραστηριότητες των κοινωνιών του πλανήτη πρέπει να στρέψουν το σύνολο των επιδιώξεών τους σε ενιαίους στόχους που θα εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή της φυσικής και κοινωνικής ζωής, συγκρατώντας τόσο τη δυναμική της κλιματικής αλλαγής, όσο και αυτήν της σταδιακής συρρίκνωσης της βιοποικιλότητας. Η συγκέντρωση και επιβεβαίωση έγκυρων επιστημονικών αναλύσεων και προβλέψεων σχετικά με την εξέλιξη του κλίματος και της φυσικής ζωής, σημαίνει οτι για πρώτη φορά επίσης στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών, η παντοδυναμία των πολιτικών και οικονομικών ελίτ σχετικά με τον ορισμό των στρατηγικών επιλογών, αμφισβητείται ανοιχτά και πειστικά από κοινότητες επιστημόνων, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με εθνικούς και διεθνείς θεσμούς παραγωγής γνώσης, ή είναι ανεξάρτητες, και έχουν αναπτύξει τη δραστηριότητά τους παράλληλα με κινήματα για την προστασία του περιβάλλοντος. Αξιοσημείωτο γεγονός των τελευταίων δεκαετιών δεν είναι μόνο η εμφάνιση και επέκταση του οικολογικού κινήματος, αλλά και η συγκρότηση και διεύρυνση μιας διεθνούς επιστημονικής κοινότητας που έχει προσφέρει στην ανθρώπινη κοινωνία, ένα πλαίσιο κατανόησης των εξελίξεων στο περιβάλλον, πρόβλεψης του χαρακτήρα και της ταχύτητας των μεταβολών και αξιολόγησης των πραγματικών εξελίξεων και της επάρκειας των διαθέσιμων γνώσεων.
2. Προβλέψεις και αναγκαίες παρεμβάσεις
Στον πυρήνα των εκτιμήσεων και προβλέψεων της διεθνούς αυτής επιστημονικής κοινότητας βρίσκεται το συμπέρασμα οτι ο πλανήτης έχει εισέλθει σε μια διαδικασία αύξησης της μέσης θερμοκρασίας, η οποία μπορεί να φθάσει ως το τέλος του αιώνα τους 4-6 βαθμούς κελσίου, επιφέροντας δραματικές αλλαγές στο κλίμα και στις δυνατότητες επιβίωσης των ανθρώπινων κοινωνιών, οτι η συγκράτηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας ως τους 2 βαθμούς μπορεί να αποτελέσει έναν εφικτό στόχο που θα περιορίσει, χωρίς να καταργήσει, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, και οτι για να συμβεί αυτό χρειάζεται ένα δραστικός περιορισμός των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από όλους και κατά κύριο λόγο της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου δεν μπορεί όμως να βασιστεί σε εκτιμήσεις που παρήγαγε κατά μια ορισμένη στιγμή ένα μοντέλο προβλέψεων, που βασίζεται κάθε φορά στις διαθέσιμες τεχνολογικές και επιστημονικές γνώσεις, αλλά απαιτεί να διατεθούν περισσότεροι πόροι και ανθρώπινο δυναμικό για την ταχύτερη τεχνολογική ανάπτυξη και την βελτιωμένη αξιολόγηση και διόρθωση των εφαρμοζόμενων πολιτικών.
Τα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με την κλιματική αλλαγή, η οποία οφείλεται στη συσσώρευση στην ατμόσφαιρα αερίων του θερμοκηπίου, είναι πλέον πλήρως αποδεκτά καθώς και τα συμπεράσματα σχετικά με τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτή η εξέλιξη για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Αποδεκτό είναι επίσης το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με τη μεγαλύτερη «αποτυχία της αγοράς» που γνώρισε η παγκόσμια οικονομία. Διανύουμε μια περίοδο κατά την οποία επιταχύνεται η συσσώρευση στην ατμόσφαιρα αερίων του θερμοκηπίου με ρυθμούς χωρίς προηγούμενο: το επίπεδο της συγκέντρωσης αερίων του θερμοκηπίου εκτιμάται σήμερα γύρω στα 430 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm) αντίστοιχου διοξειδίου του άνθρακα (CO2e) σε σύγκριση με 280 ppm πριν τη βιομηχανική επανάσταση και αναμένεται να φθάσει τα 550 ppm το 2035, οδηγώντας σε μια γενικευμένη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς Κελσίου. Εκτιμάται ότι μια άνοδος της θερμοκρασίας κατά περισσότερους βαθμούς θα οδηγούσε σε κλιματικές αλλαγές τις οποίες δεν θα ήταν σε θέση να εξισορροπήσει τη ανθρωπότητα.
Η έκθεση Στέρν (1) έχει εκτιμήσει ότι το ετήσιο κόστος για τη σταθεροποίηση του επιπέδου των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα στα 500-550 ppm CO2e, θα φθάσει το 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ ως το 2050, ένα ποσοστό σημαντικό αλλά αντιμετωπίσιμο. Αντίθετα το κόστος της αδράνειας εκτιμάται ότι μπορεί να φθάσει το 5-10% του παγκόσμιου ΑΕΠ ετησίως. Οι αναγκαίες δράσεις αφορούν τη μείωση της ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες εντάσεως εκπομπών, την αύξηση της αποτελεσματικότητας της ενεργειακής κατανάλωσης και τη μείωση των εκπομπών που δεν οφείλονται σε κατανάλωση ενέργειας. Ο τομέας της παραγωγής ενέργειας θα χρειαστεί να πάψει να εξαρτάται από υδρογονάνθρακες κατά 60 ως 75%, η μείωση της επιφάνειας των δασών πρέπει να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά και πρέπει να αναπτυχθούν καινοτομίες τεχνολογικές και οργανωτικές οι οποίες επιτρέπουν εξοικονόμηση ενέργειας. Υπογραμμίζεται δε ότι η αδυναμία υλοποίησης αυτών των δράσεων τα επόμενα 10 ως 20 χρόνια, κάνει πλέον αδύνατη τη σταθεροποίηση του επιπέδου των αερίων του θερμοκηπίου στα 550 ppm.
Μια μεταγενέστερη ανάλυση από τον καθηγητή Νίκολας Στέρν (2), εκτιμά ότι με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, το επίπεδο των 550 ppm CO2e είναι παρακινδυνευμένο και μια οροφή των 500 ppm CO2e θα ήταν περισσότερο ασφαλής. Αλλά και για τις τρείς εκδοχές των 450, 500 και 550, θα πρέπει να αρχίσει πολύ σύντομα η μείωση των ετησίων εκπομπών: σε 15 χρόνια για την οροφή των 550, σε 10 χρόνια για την οροφή των 500, και σχεδόν άμεσα για την οροφή των 450. Το έτος 2050, οι εκπομπές θα πρέπει να φθάσουν τους 30-35 Gt CO2e ετησίως, στο πλαίσιο του σεναρίου για την επίτευξη μιας οροφής 550 ppm, τους 20 Gt CO2e για το σενάριο των 500 ppm, και τους 10-15 Gt CO2e για το σενάριο των 450 ppm, όταν το 2009 οι ετήσιες εκπομπές έχουν φθάσει τους 50 Gt. 
Η ανάλυση των πηγών αερίων του θερμοκηπίου, αλλά και των διαθέσιμων τεχνολογικών δυνατοτήτων, δείχνει ότι η υλοποίηση ενός παγκοσμίου προγράμματος περικοπών δεν είναι αδύνατη. Το 37% των εκπομπών δεν έχουν σχέση με την παραγωγή ενέργειας και προέρχονται από καλλιέργειες και τις δασικές εκτάσεις, δηλαδή κατά κύριο λόγο από τις καταστροφές των μεγάλων δασικών εκτάσεων στη Βραζιλία και την Ινδονησία, και το σταμάτημα των δασικών πυρκαγιών θα αποτελούσε από μόνο του μια σημαντική συμβολή στη μείωση των εκπομπών. Υπάρχουν ήδη διάφορες προσεγγίσεις σχετικά με την παραγωγή ενέργειας, όπως η εκτεταμένη χρήση της γεωθερμίας στην Ισλανδία, η αιολική ενέργεια στη Γερμανία, ή ακόμα και η πυρηνική ενέργεια στην Γαλλία (75% της παραγωγής ηλεκτρισμού). Επίσης, εκτιμάται ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μεταβατική τεχνολογία η αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα σε χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Πολωνία, με αποθέματα γαιάνθρακα, ή ακόμα και από χώρες χρήστες φυσικού αερίου. 
Σύμφωνα με μια εκδοχή (είναι χαρακτηριστική η συνθετότητα και πολυπλοκότητα των παρεμβάσεων) είναι δυνατόν  να υπάρξουν οι εξής τέσσερις κατευθύνσεις: «Η πρώτη είναι η πολύ πιο αποτελεσματική χρήση της ενέργειας, η οποία σπαταλάται πολύ εύκολα – στα κτήρια, τη βιομηχανία, τις μεταφορές, την παραγωγή ενέργειας και την αγροτική οικονομία. Η δεύτερη είναι να σταματήσει η καταστροφή των δασών. Η τρίτη είναι η ταχεία αξιοποίηση υπαρκτών τεχνολογιών. Στην παραγωγή ενέργειας οι διαθέσιμες τεχνολογίες είναι η αιολική, η ηλιακή, η υδροηλεκτρική, η αξιοποίηση των κυμάτων και των παλιρροιών, η γεωθερμική και η πυρηνική. Και αφού θα συνεχίσει η χρήση υδρογονανθράκων για κάποιο διάστημα, χρειάζεται να αναπτυχθεί γρήγορα η αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα λόγω χρήσης κάρβουνου και φυσικού αερίου. Οι εκπομπές των αυτοκινήτων μπορεί να μειωθούν γρήγορα με τον σχεδιασμό νέων μηχανών και συστημάτων ελέγχου, με τη καλύτερη χρήση των οχημάτων και τη βελτίωση των υποδομών και με την αλλαγή των συνηθειών, την αλλαγή αυτοκινήτων και μέσων μεταφοράς. Μπορεί να επιταχυνθεί η χρήση ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Η Τέταρτη κατεύθυνση είναι η πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων οι οποίες μπορεί να αποδώσουν μεσοπρόθεσμα, ή συντομότερα. Αφορούν περαιτέρω βελτιώσεις της ηλιακής ενέργειας, των μπαταριών, της φωτοσύνθεσης, νέες γενεές βιοκαυσίμων, την πυρηνική σύντηξη κλπ.» (3)
Η πρόταση των μεγάλων διεθνών μη κυβερνητικών οργανώσεων (4) για τη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών του Δεκεμβρίου 2009 στην Κοπεγχάγη, θέτει στόχους τόσο για τις αναπτυγμένες, όσο και για τις αναπτυσσόμενες χώρες, παρουσιάζοντας ένα πλαίσιο θεσμών και πολιτικών (στα επίπεδα της άμβλυνσης, της προσαρμογής, της τεχνολογίας και της χρηματοδότησης), το οποίο αποτελεί ένα σχέδιο συμφωνίας, που δεν είναι σίγουρο αν θα υιοθετηθεί υπό αυτή μορφή, αλλά αντιπροσωπεύει τη μέθοδο προσέγγισης του ζητήματος της κλιματικής αλλαγής, η οποία είναι σήμερα ευρύτατα αποδεκτή. Και εδώ ο συνολικός στόχος είναι να διατηρηθεί η άνοδος της θερμοκρασίας όσο είναι δυνατόν κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, ώστε να αποφευχθεί η μετάβαση του πλανήτη σε μια περιοχή αστάθειας και αβεβαιότητας.
Σύμφωνα με την πρόταση αυτή οι εκπομπές όλων των αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να μειωθούν στους 36,1 Gt CO2e ως το 2020 – το επίπεδο του 1990 – και στους 7,2 Gt ως το 2050, 80% κάτω από το επίπεδο του 1990. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μηδενικές εκπομπές στις βιομηχανικές χώρες το 2050, με τη μείωση κατά 75% ως το 2020 των εκπομπών λόγω καύσης δασικών εκτάσεων, και για τις αναπτυσσόμενες χώρες την μείωση των εκπομπών από το 2020 και μετά. Η κάθε βιομηχανική χώρα θα χρειαστεί να επεξεργαστεί – σύμφωνα με αυτή την πρόταση, αλλά και σύμφωνα στην πραγματικότητα με κάθε αντίστοιχη πρόταση – ένα Σχέδιο Δράσης για Μηδενικές Εκπομπές (Zero Carbon Action Plan) ενώ θα πρέπει να συμφωνηθεί στην Κοπεγχάγη ένα σύστημα ελέγχου με χρηματικές ποινές και μηχανισμούς προειδοποιήσεων. 
Για τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι αναγκαίο να συνδυαστούν οι πολιτικές για μείωση των εκπομπών (με κατάλληλα εθνικά προγράμματα), με τις πολιτικές για εξαφάνιση της φτώχειας, σύμφωνα με τους στόχους του προγράμματος του ΟΗΕ για τη νέα χιλιετία. Οι πλέον προχωρημένες από τις αναπτυσσόμενες χώρες θα επεξεργαστούν Σχέδια Δράσης για Χαμηλές Εκπομπές (Low Carbon Action Plans), τα οποία θα περιλαμβάνουν τη βοήθεια των βιομηχανικών χωρών σε θέματα χρηματοδότησης, τεχνολογίας και διοίκησης. Εκτιμάται ότι η βοήθεια των βιομηχανικών χωρών για άμβλυνση και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, αλλά και θέματα τεχνολογίας και καινοτομιών, στις αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να φθάσει τουλάχιστον τα 160 δις δολάρια ετησίως για την περίοδο 2013-2017.
Η ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αποφασίστηκε τον Δεκέμβριο του 2008, περιλαμβάνει τους εξής στόχους: ως το 2020, μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 20% (και 30% αν συμφωνήσουν και οι άλλες βιομηχανικές χώρες), αύξηση της συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη συνολική παραγωγή ενέργειας στο 20% και μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 20%, μέσω της βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας, και οι στόχοι αυτοί εξειδικεύονται κατά τομείς δραστηριοτήτων και χώρες (5). Οι αναλύσεις των εξελίξεων σε επίπεδο κλιματικών αλλαγών, και οι προτάσεις στόχων και πλαισίων πολιτικής καταλήγουν όλες σε σχήματα ισχυρών παρεμβάσεων με ποσοτικούς στόχους και χρονοδιαγράμματα σχετικά με τις εκπομπές, την παραγωγή ενέργειας και την κατανάλωση ενέργειας, που μπορεί να διαφέρουν προς το παρόν αλλά συγκλίνουν όλες προς μια κοινή μέθοδο: αποφασίζονται περικοπές και μέτρα αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής που δεν φαίνεται δυνατόν να αποφευχθούν, και στη συνέχεια οι αποφάσεις εξειδικεύονται και ορίζονται οι αναγκαίες χρηματοδοτήσεις. Το απαραίτητο επομένως σχήμα, έχει ως αφετηρία έναν ποσοτικό και οικονομικό σχεδιασμό, ο οποίος πρέπει να συμπληρωθεί από επιλογές που εξασφαλίζουν την οικονομική και κοινωνική πλευρά της βιωσιμότητας, χωρίς όμως να αμφισβητήσουν τον αρχικό βασικό σχεδιασμό.
3. Η κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα
Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου δεν είναι το μόνο πεδίο παρέμβασης σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, και η πρόβλεψη σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο των επιπτώσεων αυτών, είναι αναγκαία για να υπάρξουν αποφάσεις και πολιτικές που θα αντιμετωπίσουν την προσαρμογή της οικονομίας, των υποδομών και των κοινωνικών πολιτικών. «Η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, οι μεταβολές της συχνότητας και της έντασης των βροχοπτώσεων, της έντασης των ανέμων και της ηλιακής ακτινοβολίας, καθώς επίσης η αύξηση της στάθμης της θάλασσας αναγνωρίζονται ως οι κύριες συνιστώσες της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής…. Οι σημαντικότερες διαταραχές που θα προκληθούν … περιλαμβάνουν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, στην αγροτική παραγωγή, στη διαθεσιμότητα και ποιότητα υδατικών πόρων, στη διαθεσιμότητα γης, στα φυσικά οικοσυστήματα, στη βιοποικιλότητα, στην προσφορά και ζήτηση ενέργειας, στη συχνότητα εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων κλπ» (6). 
Οι διαθέσιμες προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή στη Νοτιο-ανατολική Ευρώπη κατά τον 21ο αιώνα, δείχνουν ότι ακόμα και σύμφωνα με ένα σενάριο μικρής αν και θετικής αύξησης των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (6), η αύξηση – ως το 2100 σε σχέση με τους μέσους όρους της περιόδου 1961-1990 - της μέσης μέγιστης θερμοκρασίας τον Ιούλιο θα κυμανθεί από 4,6 ως 6,7 βαθμούς στις νότιες περιοχές (Αθήνα, Καλαμάτα), ενώ στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα η αύξηση κυμαίνεται μεταξύ 4,5 και 8,5 βαθμών. Σύμφωνα με το σενάριο που προβλέπει αύξηση κατά 250% των παγκοσμίων εκπομπών (το χειρότερο σενάριο το οποίο προϋποθέτει χαμηλή προτεραιότητα στο περιβάλλον) ως το 2100, οι αυξήσεις θερμοκρασιών θα είναι 6,1 ως 8,9 βαθμοί στη νότια Ελλάδα και 6,5 ως 10,7 βαθμοί στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα. Η μείωση των βροχοπτώσεων θα φθάσει το 60-70% στις θαλάσσιες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και στη Δυτική Ελλάδα, και το 20-30% στη Βόρεια Ελλάδα και τα Βαλκάνια. 
Ο τομέας της ενέργειας που ευθύνεται για τις σημαντικότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, θα επηρεαστεί από την κλιματική αλλαγή μέσω των μεταβολών στη ζήτηση για θέρμανση ή κλιματισμό, αλλά και των μεταβολών στην παραγωγικότητα των διαφόρων ενεργειακών πηγών. Από την πλευρά της προσφοράς προβλέπεται (όλες οι προβλέψεις που αναφέρουμε συνδέονται με υποθέσεις σεναρίων, δεν είναι επομένως οι μόνες διαθέσιμες, και τις παρουσιάζουμε ενδεικτικά για να υπογραμμιστεί η σοβαρότητα των αλλαγών που αναμένεται να πραγματοποιηθούν) μείωση της απόδοσης των υδροηλεκτρικών σταθμών (6) κατά 25% στις χώρες της βόρειας βαλκανικής, 35 με 43% στις χώρες της νότιας βαλκανικής (Αλβανία, Βουλγαρία και Ελλάδα) και έως 64% στην Κύπρο. Δεν αναμένονται μεταβολές στην απόδοση των αιολικών συστημάτων και μόνο μικρές μεταβολές στην απόδοση των φωτοβολταϊκών. Σε ότι αφορά στη ζήτηση, εκτιμάται για την ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου ότι θα μειωθεί η ζήτηση ενέργειας για θέρμανση έως και 10%, ενώ θα αυξηθεί η ζήτηση ενέργειας για ψύξη μέχρι 28% στην περίοδο ως το 2030. Οι εκτιμήσεις αυτές αναφέρουν επίσης ότι οι αυξήσεις αυτές αφορούν σε επίπεδα ζήτησης που θα αυξηθούν έτσι κι αλλιώς ανάλογα με τους ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας, ενώ θα γίνει ακόμη εντονότερη η εποχικότητα της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια. 
Είναι διαθέσιμες εκτιμήσεις σχετικά με τη γεωργία (6) που αναφέρουν ότι θα επηρεαστεί σημαντικά, ανάλογα με τις περιοχές και τα υβρίδια η παραγωγή αραβοσίτου (εύρος μείωσης: 1% ως 55%), λόγω κυρίως ελλείμματος στις βροχοπτώσεις, ότι θα μειωθεί η παραγωγή βαμβακιού (έως και 29%) λόγω κυρίως της αύξησης της θερμοκρασίας, και ότι αναμένονται σημαντικές διαφοροποιήσεις στην αμπελουργία, που θα επηρεαστεί θετικά από τη μείωση των παγετών, αλλά αρνητικά από την αύξηση της θερμοκρασίας. Σοβαρά προβλήματα θα υπάρξουν λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας (που μπορεί να μην υπερβεί διεθνώς το ένα μέτρο, αλλά μπορεί να φθάσει τα 7 μέτρα αν υπάρξει δυναμική μεταβολή των παγετώνων), ενώ αναμένονται επίσης σοβαρές εξελίξεις στη διαθεσιμότητα υδάτων, λόγω μείωσης των διαθέσιμων ποσοτήτων, αλλά και λόγω υποβάθμισης της ποιότητας των υδάτων. Εκτιμάται ειδικότερα ότι, ακόμη και με το ευνοϊκότερο σενάριο κλιματικής αλλαγής, οι ετήσιες ανάγκες του συγκροτήματος της Αθήνας σε υδατικά αποθέματα δεν θα καλύπτονται.
Οι παραπάνω προβλέψεις δεν συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο σενάριο εξελίξεων, αλλά μόνο ενδεικτικές εκτιμήσεις που παρουσιάζουν διάφορες πλευρές της κλιματικής αλλαγής στον ελληνικό χώρο, οι οποίες θα έπρεπε να συστηματοποιηθούν και να αποτελέσουν τη βάση για ένα πρόγραμμα με ποσοτικούς στόχους και χρονοδιαγράμματα, τόσο σε σχέση με την άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής, όσο και σε σχέση με την προσαρμογή στις έστω και μετριασμένες επιπτώσεις της. Το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση συνυπογράφει τους στόχους της ευρωπαϊκής πολιτικής, δεν σημαίνει ότι έχει επεξεργαστεί ένα τέτοιο μακροχρόνιο πρόγραμμα, ούτε φυσικά ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν είναι αναγκαίο, αν και είναι πιθανόν να κυριαρχεί στο επίπεδο των ελληνικών αρχών μια λογική “freerider”, η ψευδαίσθηση δηλαδή ότι για μια μικρή χώρα δεν ισχύουν αυστηρές δεσμεύσεις, καθώς θα μετρήσουν κυρίως οι δεσμεύσεις και οι αποφάσεις των μεγάλων χωρών, στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως.
Σχετικά με το αναγκαίο πρόγραμμα άμβλυνσης της κλιματικής αλλαγής, η οργάνωση WWF Ελλάδος παρουσίασε τον Οκτώβριο του 2008 (7) μια ολοκληρωμένη πρόταση κατά τομείς δραστηριότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία μπορεί να επιτύχει ως το 2050 συνολική μείωση κατά 67% των εκπομπών, σε σχέση με τα 109 εκατομμύρια τόνων CO2e του 1990 (στο πλαίσιο ενός σεναρίου που υποθέτει έναν ρυθμό ανάπτυξης κατά 3% ως το 2020 και κατά 1,5% στο διάστημα 2020-2050). Στη βιομηχανία εκτιμάται ότι μπορεί να υπάρξει μείωση των εκπομπών κατά 41% ως το 2050, με αλλαγές όπως αύξηση της ενεργειακής απόδοσης, χρήση αναδυόμενων τεχνολογιών, χρήση ηλιακής ενέργειας και βιομάζας κ.α. Στις μεταφορές μπορεί να υπάρξει μείωση των εκπομπών κατά 55%, χάρη στη μείωση των οδικών μεταφορών, την επιβράδυνση της αύξησης των αυτοκινήτων ή την καλύτερη ενεργειακή απόδοση. Στα νοικοκυριά και τις υπηρεσίες είναι δυνατόν να μειωθούν οι εκπομπές κατά 93% κυρίως με αποδοτικότερες ηλεκτρικές συσκευές και καλύτερη σχεδίαση των κτιρίων. Στη γεωργία μια μείωση κατά 30% μπορεί να προκύψει από βελτίωση ενεργειακών αποδόσεων και μείωση των εκπομπών μεθανίου και διοξειδίου του αζώτου. Στη διαχείριση αποβλήτων μπορεί να μειωθούν κατά 82%. Στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας εκτιμάται ότι μπορεί να υπάρξει μείωση κατά 93%, μέσω της εξοικονόμησης ενέργειας και της αυξημένης χρήσης ανανεώσιμων πηγών. 
Στην πρόταση για «Ενεργειακή Επανάσταση» στην Ελλάδα, της οργάνωσης Greenpeace και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (8), περιλαμβάνονται τα παρακάτω «οκτώ μέτρα που πρέπει να λάβουν η Ελλάδα, όπως και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να κάνουν πραγματικότητα την Ενεργειακή Επανάσταση»:
Υιοθέτηση αποτελεσματικών και φιλόδοξων στόχων μείωσης των εκπομπών με κριτήριο τον περιορισμό της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου.
Σταδιακή κατάργηση όλων των επιδοτήσεων και άλλων μέτρων στήριξης για μη αποδοτικές και ρυπογόνες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής.
Δημιουργία και εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος εμπορίας εκπομπών ρύπων βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει».
Θέσπιση αυστηρών και διαρκώς βελτιούμενων προδιαγραφών εξοικονόμησης ενέργειας.
Εφαρμογή νομικά δεσμευτικών στόχων για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Κατάργηση των εμποδίων για την ανάπτυξη των ΑΠΕ και μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρισμού.
Δημιουργία-ανάπτυξη αγορών, εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση για τις τεχνολογίες ΑΠΕ και εξοικονόμησης ενέργειας.
Υποστήριξη καινοτομιών στην εξοικονόμηση ενέργειας, τα οχήματα χαμηλής έντασης άνθρακα και τις ΑΠΕ.
Η προσπάθεια άμβλυνσης της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογής στις αναμενόμενες επιπτώσεις της σε εθνικό επίπεδο είναι προφανώς ένα πολύ δύσκολο έργο, το οποίο πρέπει να έχει αποτελέσματα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν είναι ένα έργο το οποίο θα ολοκληρωθεί και θα τελειώσει, αλλά ένας νέος τρόπος προσέγγισης των πλευρών της ανάπτυξης, και μετάβασης στην τροχιά της λεγόμενης βιώσιμης ανάπτυξης, που απαιτεί τον συνδυασμό μιας συστηματικής παραγωγής γνώσης και πολιτικών αποφάσεων οι οποίες μπορούν να μεταφέρουν στο επίπεδο της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής, τους ποσοτικούς στόχους και τα χρονοδιαγράμματα που επιβάλει η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Όπως έχει διαπιστωθεί χρειάζεται να περάσουν οι πολιτικές σε όλους τους τομείς, στη σφαίρα του σχεδιασμού (9), αλλά και της αντιμετώπισης της αβεβαιότητας και πολλαπλών κινδύνων. Θα μπορούσε να συγκρίνει κανείς την περίοδο που βρίσκεται μπροστά μας με τη μετάβαση σε μια πολεμική οικονομία, κατά την οποία η οικονομία και η κοινωνία υποτάσσεται σε σημαντικό βαθμό στις επιταγές «εξωγενών» στόχων, με τη διαφορά όμως ότι τα όρια και οι ανάγκες που θέτει η σημερινή συγκυρία καθορίζονται όχι από τις υπάρχουσες εθνικές παραγωγικές δυνατότητες, αλλά από στόχους και χρονοδιαγράμματα που διαμορφώνονται σε διεθνές επίπεδο. Αυτός είναι και ο λόγος που ο σχεδιασμός δεν μπορεί παρά να έχει διεθνή χαρακτηριστικά, όχι μόνο σε ότι αφορά τις σχέσεις πλουσίων και φτωχών χωρών, αλλά και στο εσωτερικό περιφερειακών ζωνών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο σχεδιασμός των πολιτικών για την άμβλυνση και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, οδηγεί αναπόφευκτα σε επιλογές που αφορούν σημαντικές επενδυτικές πρωτοβουλίες, σε συνδυασμό με κίνητρα για επενδυτικές πρωτοβουλίες, με πόρους που πρέπει να βρεθούν ή και να μεταφερθούν από άλλους τομείς, ενώ η εξισορρόπηση των μεταβολών στην οικονομία, την απασχόληση και την κοινωνία ευρύτερα απαιτεί επιπλέον επιλογές στο επίπεδο αυτό. Αλλά η αναπόφευκτη επέκταση της λογικής του σχεδιασμού σε όλες τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται η βιώσιμη ανάπτυξη, γεννάει πολλά ερωτηματικά σχετικά, τόσο με τις δυνατότητες επίτευξης πολλαπλών στόχων, και ειδικότερα αυτών που αφορούν στην απασχόληση και την προστασία των εργαζομένων σε μια περίοδο διαρθρωτικών αλλαγών, όσο και σχετικά με τις διαδικασίες επίτευξης συναινέσεων σχετικά με αναδιαρθρώσεις της παραγωγής και ανακατανομής των εισοδημάτων.
4. Το νέο μοντέλο ανάπτυξης και η απασχόληση
Το ζήτημα της απασχόλησης βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων και προβληματισμών σχετικά με τον νέο σχεδιασμό της στρατηγικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη, που εξετάζουν αφενός τον βαθμό στον οποίο είναι δυνατόν να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, οι οποίες θα καλύψουν την υπάρχουσα προσφορά, και αφετέρου την ανάγκη προσαρμογής του πλαισίου των πολιτικών εκπαίδευσης και κατάρτισης, όπως και των πολιτικών απασχόλησης, στις απαιτήσεις μιας ιδιαίτερης μεταβατικής περιόδου. Αν και είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι τείνει πλέον να κυριαρχήσει η άποψη που συνδέει το μέλλον της απασχόλησης με την «πράσινη οικονομία», αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει σαφήνεια και πόσο μάλλον ομοφωνία σχετικά με τη συνολική αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού από τα μοντέλα ανάπτυξης των οικονομιών.
Η έκθεση η οποία δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2007 με θέμα «Κλιματική Αλλαγή και απασχόληση», στη σύνταξη της οποίας συμμετείχε η Συνομοσπονδία των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (10), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν γνωρίζουμε πολλά για τη σχέση κλιματικής αλλαγής και απασχόλησης και δεν έχει ακόμα εδραιωθεί η ιδέα οτι πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν αφορά μόνο τους πολίτες, διότι αφορά επίσης τους εργαζόμενους, καθώς δεν υπάρχει τομέας της οικονομίας ο οποίος δεν θα επηρεαστεί. Αναφέρει ότι ακόμα και στην περίπτωση του αισιόδοξου σεναρίου μιας αύξησης της θερμοκρασίας «μόνο» κατά 2 βαθμούς, θα υπάρξουν σοβαρές αλλαγές στους αγροτικούς κλάδους, τον τουρισμό, την παραγωγή ενέργειας, τη διαχείριση των υδάτινων πόρων, τον ασφαλιστικό κλάδο και το σύνολο των κοινωνικών υπηρεσιών, οι οποίες θα πρέπει να καλύψουν προβλήματα ανισορροπιών στη διάρθρωση της οικονομίας, τις μεταβολές της απασχόλησης, τις χρήσεις γης και τις κατανομές του πληθυσμού και του εργατικού δυναμικού.
Μια πιο πρόσφατη μελέτη (Σεπτέμβριος 2007), που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Προγράμματος του ΟΗΕ για το Περιβάλλον, του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, της Διεθνούς Οργάνωσης Εργοδοτών και της Διεθνούς Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας (11), προειδοποιεί καταρχάς τον αναγνώστη ότι βρισκόμαστε μπροστά πλέον σε μια χιονοστιβάδα εκθέσεων σε διεθνές επίπεδο που υπόσχονται κατά κανόνα «πράσινες θέσεις εργασίας», αλλά χωρίς όμως να γίνονται συγκεκριμένες. Αν και είναι ευρύτατα αποδεκτό ότι η στροφή της οικονομίας προς μεγαλύτερη βιωσιμότητα θα επηρεαστεί με τους εξής τρόπους: θα δημιουργηθούν πρόσθετες θέσεις εργασίας, όπως στον έλεγχο των εκπομπών στη βιομηχανία, θα υπάρξει υποκατάσταση θέσεων εργασίας, όπως με την αντικατάσταση παραδοσιακών πηγών ενέργειας με ανανεώσιμες, θα καταργηθούν θέσεις εργασίας, όπως με την κατάργηση ορισμένων υλικών συσκευασίας, και θα μετεξελιχθούν κάποιες άλλες θέσεις εργασίας, όπως των εργαζομένων στις οικοδομές. Μένει να υπολογιστεί για κάθε χώρα ο συμψηφισμός όλων αυτών των αλλαγών.
Η πρόταση για ένα Global Green New Deal του Προγράμματος για το Περιβάλλον των Ηνωμένων Εθνών (12), αποτελεί μια αναδυόμενη προσέγγιση των προβλημάτων που συνδυασμένα προκαλεί η κλιματική αλλαγή και η παγκόσμια οικονομική κρίση. Η προοπτική μιας ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας που θα συνεχίσει να βασίζεται σε ορυκτά καύσιμα, θα έχει πολύ σύντομα σοβαρές επιπτώσεις που όπως εκτιμά οι Έκθεση Στέρν μπορεί να φθάσει σε μειώσεις του παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 5-10%, επιβαρύνοντας κυρίως αλλά όχι μόνο τις χώρες του Νότου και τους πληθυσμούς τους. Αν οδηγηθούμε σε μια ανάκαμψη με τα σημερινά χαρακτηριστικά (business-as-usual growth), θα επιδεινωθεί η καταστροφή του περιβάλλοντος και οι ελλείψεις στον τομέα των υδάτινων πόρων, ενώ ως το 2015 πάνω από 3 δισεκατομμύρια άτομα θα ζούν με λιγότερο από 2 δολάρια την ημέρα. 
Για τη συνδυασμένη αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της οικονομικής κρίσης, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη ότι η αύξηση της ανεργίας διεθνώς έχει αυξηθεί το 2009 σε σχέση με τ0 2007 κατά 51 εκατομμύρια, ενώ κάθε υποχώρηση κατά μία μονάδα της αύξησης του ΑΕΠ στις αναπτυσσόμενες χώρες αυξάνει τον αριθμό των φτωχών κατά 20 εκατομμύρια άτομα. Οι στόχοι της πρότασης για ένα Global Green New Deal, είναι η τόνωση της παγκόσμιας, με τη δημιουργία απασχόλησης και προστασία των ευάλωτων ομάδων, ο περιορισμός της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα, της καταστροφής των οικοσυστημάτων και της συρρίκνωσης της διαθεσιμότητας υδάτινων πόρων, και η προώθηση του προγράμματος του ΟΗΕ για την εξαφάνιση της ακραίας φτώχειας ως το 2025. Είναι προφανές ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος (από όλες τις πλευρές του), έχουν αφενός σχέση με τις δυσκολίες που συναντάει η επίτευξη των απαραίτητων συμφωνιών μεταξύ κρατών-μελών του ΟΗΕ, αλλά και με την υλοποίηση των αντίστοιχων πολιτικών σε εθνικό επίπεδο.
Σωστά έχει επισημανθεί ότι η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος σε εθνικό επίπεδο δεν αφορά μόνο στην προθυμία των εθνικών πολιτικών ηγεσιών να συμφωνήσουν με την αντίστοιχη στρατηγική, αλλά αφορά πολύ περισσότερο στην δυνατότητα πραγματοποίησης μιας στροφής προς τον προγραμματισμό όλων αυτών των αλλαγών (13), καθώς ο συνδυασμός καπιταλιστικών αγορών, κεκτημένων οικονομικών δικαιωμάτων και κρατικής γραφειοκρατίας, αδρανοποιεί τις κρατικές παρεμβάσεις σε θέματα οικολογίας και είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής να υπάρξουν καινοτομίες στην διακυβέρνηση και στη σχέση αγορών, κράτους και κοινωνίας των πολιτών. Το ισχύον πρότυπο διακυβέρνησης έχει μεταφέρει στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, τις μεθόδους που έχει χρησιμοποιήσει κατά την προηγούμενη περίοδο οικονομικής μεγέθυνσης: μεταφορά πόρων από την εργασία στο κεφάλαιο και μεταφορά δραστηριοτήτων από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς ότι η όξυνση των προβλημάτων που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει από μόνη της στην αναθεώρηση αυτής της μεθόδου.
Χρειάζεται να περάσουμε σε μια νέα εποχή και από την άποψη της σχέσης ανάμεσα στην επεξεργασία στόχων που συνδέονται με την αναδιάρθρωση της παραγωγής ενέργειας και την εξοικονόμησή της, και στην επίτευξη συναίνεσης σε κοινωνικό επίπεδο για την πραγματοποίηση των παραγωγικών αναδιαρθρώσεων, αλλά και των ανακατανομών πόρων και εισοδημάτων. Το νεο-φιλελεύθερο μοντέλο το οποίο έχει σήμερα κυριαρχήσει, και συνεχίζει να προωθεί τη λογική της κερδοφορίας και του πλουτισμού, μέσω της μεταφοράς πόρων προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και της συρρίκνωσης των άμεσων και έμμεσων αμοιβών της εργασίας, είχε οδηγήσει στην άρνηση της ανάγκης για πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, και αρκείται τώρα σε προσπάθειες στήριξης της “πράσινης επιχειρηματικότητας”, ενώ από τη φύση του αγνοεί και μάλιστα καταπολεμά κάθε προσπάθεια επίτευξης κοινωνικών συμφωνιών. Το κεϋνσιανό μοντέλο, περιελάμβανε την κοινωνική διαπραγμάτευση και τη διαμόρφωση κοινωνικών συμβολαίων, αλλά βασιζόταν σε μια αέναη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου και μεγέθυνσης της οικονομίας, πού σε Δύση και Ανατολή κατανάλωνε ανέξοδα και με θεαματικούς ρυθμούς τους φυσικούς πόρους του πλανήτη. Ο σχεδιασμός μιας παραγωγικής στρατηγικής που επιδιώκει να αμβλύνει και να σταθεροποιήσει την κλιματική αλλαγή, όπως και να ενσωματώσει το κόστος της διαφύλαξης και αναπαραγωγής των φυσικών πόρων και της βιοποικιλότητας, βασισμένη σε έγκυρες επιστημονικές αναλύσεις και σε θεσμούς διαμόρφωσης ευρείας κλίμακας κοινωνικών συμφωνιών, χρειάζεται επομένως μια ρήξη τόσο με το νεο-φιλελεύθερο, όσο και με το κεϋνσιανό μοντέλο.
Η είσοδος σε μια νέα εποχή κατά την οποία θα υπερκαθορίζονται οι οικονομικές πολιτικές από όρια στις εκπομπές αερίων, στην κατανάλωση φυσικών πόρων και στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος με απόβλητα, θα επηρεάσει αποφασιστικά το τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται και υλοποιούνται οι πολιτικές αυτές. Από μοντέλα ανάπτυξης της οικονομίας, των οποίων η αποτελεσματικότητα κρινόταν από το ρυθμό αύξησης του συνολικού προϊόντος, σε συνδυασμό ή όχι με την αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των χαμηλότερων εισοδημάτων, και πάντως χωρίς όρια στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος, είναι αναγκαία (και ορατή εξάλλου) η μετάβαση σε ένα μοντέλο που θέτει πρώτα τα όρια σχετικά με εκπομπές και κατανάλωση φυσικών πόρων, και στη συνέχεια διαμορφώνει το συνδυασμό τεχνολογικών μεταβολών και μείωσης αναλώσεων και κατανάλωσης, που μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη αυτών των στόχων. Αλλά πρέπει παράλληλα να επιτευχθούν αναδιαρθρώσεις του παραγωγικού ιστού, ανακατανομή της απασχόλησης και των ειδικοτήτων, και αναδιανομή των εισοδημάτων για την ύπαρξη πόρων προς όφελος των κοινωνικών πολιτικών, οι οποίοι δεν μπορεί πλεόν να προέρχονται από το πλεόνασμα της κευνσιανής ανάπτυξης.
Στον τομέα της παραγωγής ενέργειας έχουν ήδη ορισθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση στόχοι και χρονοδιαγράμματα, που πρόκειται να αναθεωρηθούν κατά πάσα πιθανότητα προς τα πάνω. Ενώ υπάρχουν ειδικότερα στόχοι για την παραγωγή ενέργειας από τις ανανεώσιμες (βιώσιμες) πηγές ενέργειας συνολικά, δεν υπάρχει ένα σχέδιο το οποίο να ορίζει στόχους και το πρόγραμμα για την επίτευξή τους, που να συνδυάζει την ανάπτυξη των διαφόρων κατηγοριών ανανεώσιμων πηγών, την αξιοποίηση των υπαρχουσών τεχνολογιών, την ανάληψη πρωτοβουλιών εξοικονόμησης ενέργειας στην παραγωγή ή την κατανάλωση, και την υλοποίηση ενός ερευνητικού προγράμματος σχετικά με τον τομέα αυτό. Η επίτευξη στόχων στο πλαίσιο ενός χρονοδιαγράμματος απαιτεί την επεξεργασία ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων σε συνδυασμό με την επιλογή κινήτρων για ιδιώτες και επιχειρήσεις, που εκτιμάται ότι μπορεί να έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, την ενίσχυση θεσμών σχεδιασμού της ενεργειακής πολιτικής καθώς και θεσμών μέσω των οποίων επιτυγχάνονται ευρείες κοινωνικές συμφωνίες σχετικά με την αναδιάρθρωση του τομέα. Οι αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή και την απασχόληση, η χρησιμοποίηση σημαντικών δημοσίων πόρων για επενδυτικά προγράμματα, οι αναγκαίες εξοικονομήσεις στην κατανάλωση καυσίμων (μέσω λ.χ. της ανάπτυξης των μαζικών μέσων μεταφοράς και της επιβάρυνσης της χρήσης των ιδιωτικών μέσων), είναι αλλαγές που χρειάζονται τη συναίνεση και συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων μερών.
Η προστασία και εξοικονόμηση φυσικών πόρων, είτε λόγω της επιβάρυνσης τους ή της αλόγιστης χρήσης τους, είτε λόγω του περιορισμού της διαθεσιμότητάς τους εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, απαιτούν επίσης την επιβολή περιορισμών στην κατανάλωση και ανάλωση τους, την επέκταση των διαδικασιών ανακύκλωσης, και την αποδοχή αυξήσεων στις τιμές (λ.χ. κατανάλωση βιολογικών προϊόντων, έναντι συμβατικών αγροτροφίμων). Καί εδώ, η πραγματοποίηση επενδύσεων, η ανάπτυξη ερευνητικών δραστηριοτήτων και ο συνδυασμός σχεδιασμού και συναίνεσης, συνεπάγονται ανακατανομές δαπανών και μεταβολές καταναλωτικών συμπεριφορών, καθώς και εγκαθίδρυση ενός θεσμικού πλαισίου κινητοποίησης της κοινωνίας. Αν πάρουμε ως παράδειγμα τους υδάτινους πόρους, διαπιστώνουμε οτι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη μείωση των φυσικών αποθεμάτων, λόγω αλόγιστης χρήσης τους, με την σπατάλη των τεχνιτών αποθεμάτων, με την ελλειπή ανακύκλωση, αλλά και με την προοπτική της μείωσης των βροχοπτώσεων που επηρεάζουν τα αποθέματα στην ελληνική επικράτεια. Επενδύσεις για τη μείωση των απωλειών και για εγκατάσταση μονάδων αφαλάτωσης όταν είναι αναγκαίο, μείωση της κατανάλωσης με περιορισμούς στις ποσότητες ή με αυξήσεις τιμών, αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών, είναι επιλογές που πρέπει να γίνουν, στο πλαίσιο ενός σχεδιασμού για τους υδάτινους πόρους. 
Οι αναδιαρθρώσεις που θα πραγματοποιηθούν για την άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής και την αντιμετώπιση των γενικότερων επιπτώσεών της, χρειάζεται να συνδυαστούν στην Ελλάδα (αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης) με ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού, που έχει υποστεί σοβαρές απώλειες λόγω της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως δείχνει η συνεχιζόμενη διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος της χώρας. Το ίδιο ισχύει και για τις υπηρεσίες κοινής οφέλειας, την (ελλειμματική) παραγωγή ηλεκτρισμού, τις υπηρεσίες διαχείρισης υδάτινων πόρων, ή τα δίκτυα μεταφορών. Αυτές οι απώλειες είναι το αποτέλεσμα μιας περιόδου ταχείας μεγέθυνσης του προϊόντος που έληξε το 2008, και καθώς έχουμε πλέον μπεί σε μια περίοδο αργής αν όχι μηδενικής μεγέθυνσης, μόνο ισχυρές διαρθρωτικές παρεμβάσεις μπορούν να επιβάλουν εξισορροπητικές αλλαγές. Για τους ίδιους λόγους, η ανάκαμψη της απασχόλησης δεν μπορεί να προέλθει απλώς από τις “πράσινες πολιτικές”, καθώς δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν οι πολιτικές αυτές χωρίς να ενταχθούν σε ένα συνολικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δραστηριότητας και των υπηρεσιών.

Την ίδια στιγμή που παρατηρείται αύξηση της ανεργίας και είναι αναγκαία η συγκέντρωση δημοσίων πόρων για την ενίσχυση των κοινωνικών πολιτικών και των πολιτικών στήριξης της οικονομικής δραστηριότητας, ειδικότερα δε της στροφής προς την πράσινη οικονομία, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει μια σοβαρή δημοσιονομική κρίση, ενώ έχουν αποδυναμωθεί βασικοί θεσμοί κοινωνικής πολιτικής, όπως το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, και έχουν επιδεινωθεί δραματικά οι εργασιακές σχέσεις. Σε αυτές τις συνθήκες βρισκόμαστε σε μια μεσοπρόθεσμη δυναμική προσαρμογής προς τα κάτω των βασικών κοινωνικών δεικτών, στην οποία θα προστεθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής για τον παραγωγικό ιστό και ειδικότερα για την αγροτική παραγωγή και τον τουρισμό. Για να παραμείνει η ελληνική κοινωνία στο πλαίσιου του “ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου”, πρέπει να πραγματοποιηθεί μια θεαματική αναδιανομή εισοδήματος από τα ανώτερα προς τα κατώτερα εισοδήματα (δε εθνικό επίπεδο αν δεν διαμορφωθεί ένας τέτοιος προσανατολισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο). Για να το πούμε πιό απλά, πρέπει να σταματήσει να χρηματοδοτεί η πλειοψηφία των εργαζομένων, τον πλουτισμό των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων, την πολυτελή κατανάλωση τους και την συμβολή τους στην υποβάθμιση ή καταστροφή του περιβάλλοντος.
5. Μερικά συμπεράσματα
Είναι ορατή, εν όψει της κλιματικής αλλαγής και σε συνθήκες επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, η ανάγκη υλοποίησης ισχυρών διαρθρωτικών παρεμβάσεων για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας της οικονομίας και της κοινωνίας, στον παραγωγικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό τομέα. Αυτό όμως δεν σημαίνει οτι δεν υπάρχει και ένα σενάριο το οποίο αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης οικονομικής στρατηγικής και μπορεί να συνδυάσει τη συνεχιζόμενη παραγωγική και κοινωνική υποβάθμιση με μέτρα που θα ανταποκρίνονται στις ευρωπαϊκές πολιτικές άμβλυνσης της κλιματικής αλλαγής, τα οποία θα στηρίζονται σε ισχυρές επιδοτήσεις ιδιωτικών κεφαλαίων, σε συνδυασμό ίσως με μέτρα αυταρχικού χαρακτήρα, σε ότι αφορά τη διατήρηση οικονομικών δραστηριοτήτων (π.χ. ρηπογόνες δραστηριότητες), τα επίπεδα κατανάλωσης ενεργειακών προϊόντων (πρόσβαση σε ενεργειακά προϊόντων), ή τις τιμές υπηρεσιών ή αγαθών (νερό, καύσιμα). 
Κληρονομούμε από την προηγούμενη περίοδο έντονες διαφοροποιήσεις σε επίπεδο εισοδημάτων και πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες, οι οποίες έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών συμμαχιών, με κύρια χαρακτηριστικά την επέκταση της ζώνης της επισφαλούς εργασίας ή απασχόλησης και της πρόσβασης σε υποβαθμισμένες κοινωνικές υπηρεσίες, και την περιπτωσιολογική προσκόληση μεσαίων κατηγοριών εργαζομένων στο μπλόκ της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Αυτή τη στρατηγική υπηρέτησε και υπηρετεί η υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και έρευνας, και η συστηματική υπονόμευση των συλλογικοτήτων στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού συστήματος και των ερευνητικών ιδρυμάτων, μέσω της αγοραίας και εξατομικευμένης προσέγγισης της χρηματοδότησης της έρευνας.
Η ανασυγκρότηση κοινωνικών συμμαχιών που μπορούν να παλέψουν για την αποτελεσματική άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής και την αντιμετώπιση των επιπτώσεών της, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής για την απασχόληση και την αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής, μπορεί να βασιστεί στη δραστηριοποίηση της επιστημονικής κοινότητας, την ενοποίηση της δράσης του συνδικαλιστικού κινήματος σε ζητήματα που αφορούν την απασχόληση και την κοινωνική πολιτική σε συνθήκες μετάβασης στην πράσινη οικονομία, και στην ενίσχυση των οργανώσεων πολιτών που αναλαμβάνουν δράσεις ή δημιουργούν επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας με περιβαλλοντικούς στόχους. Η δημιουργία από αυτές τις συνιστώσες μιας νέας συμμαχίας μέσα στην κοινωνία, δεν είναι δεδομένη ούτε εύκολη, καθώς πρέπει να αντιμετωπιστούν οι ισχυροί μηχανισμοί του κυρίαρχου μπλόκ εξουσίας σε οτι αφορά την άσκηση πολιτικών και την παραγωγή γνώση και διάδοση πληροφοριών, όπως και το έλλειμμα συλλογικότητας από την πλευρά της κοινωνίας των πολιτών και των δυνάμεων της εργασίας.
Stern Review (2006), The economics of climate change
Stern N. (2009), A blueprint for a safer planet, σ. 43
Stern N. (2009), A blueprint for a safer planet, σ. 46
A proposal for a Copenhagen Agreement by members of the NGO community
EU climate and energy package, December 2008
Γεωργοπουλου Ε. κ.α. (2007), Κλιματική Αλλαγή: Επιπτώσεις και Κίνδυνοι στη Νοτιοανατολική Ευρώπη
WWF Ελλάδος (2008), Λύσεις για την κλιματική αλλαγή: όραμα βιωσιμότητας για την Ελλάδα του 2050
Greenpeace Ελλάδος (2009) Ενεργειακή Επανάσταση
Giddens A. (2009), The politics of climate change σ.91
ETUI, SDA, SYNDEX, ISTAS, Wuppertal Institute, Climate change and employment, 2007
UNEP, ILO, IOE, ITUC (2008), Green jobs: towards decent work in a sustainable low-carbon world
UNEP (2009), A Global Green New Deal
Giddens A. (2009), The politics of climate change σ.94

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου