Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Απασχόληση και καινοτόμος επιχειρηματικότητα: το ζήτημα των clusters (2006)

Σύνοψη συμπερασμάτων
Η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης, αλλάζει το παραγωγικό υπόδειγμα, αλλά μεταβάλει επίσης την προσέγγιση των πολιτικών που υποστηρίζουν την καινοτομία στις επιχειρήσεις και τις οικονομικές δραστηριότητες ευρύτερα. Από την υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία συμπεραίνεται ότι οι πολιτικές αυτές πρέπει να αποκτήσουν τα εξής χαρακτηριστικά:
Να επικεντρωθούν στην παραγωγή νέας γνώσης στους τομείς των προϊόντων, της τεχνολογίας, της οργάνωσης και της εκπαίδευσης, 
Να εξασφαλίζουν τη λειτουργία δομών μεταφοράς της γνώσης στις επιχειρήσεις και τις οικονομικές δραστηριότητες,
Να αποφασίζονται και να υλοποιούνται με διαδικασίες συλλογικού χαρακτήρα στις οποίες να συμμετέχουν οι επιχειρήσεις, οι θεσμοί και τα ιδρύματα σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, οι αντιπροσωπευτικοί φορείς και οι κρατικές υπηρεσίες,
Να περιλαμβάνουν ειδικές πολιτικές που εξασφαλίζουν την περιφερειακή και την κοινωνική συνοχή,
Να συγκροτούν με άλλα λόγια ολοκληρωμένα συστήματα καινοτομίας.
Συμπεραίνεται επίσης ότι η υλοποίηση αυτού του προσανατολισμού σε τοπικές ή περιφερειακές συγκεντρώσεις επιχειρήσεων, με στόχο την ενίσχυση υπαρκτών ή εν δυνάμει συστάδων (clusters), έχει αξιολογηθεί από Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια προνομιακή στρατηγική επιλογή για την ανάπτυξη καινοτομιών στη μάζα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, όπως και για την αύξηση της απασχόλησης. 
Το σημαντικότερο εύρημα της μελέτης αυτής είναι ότι σε όλους τους κλάδους με τους οποίους ασχοληθήκαμε, οι επιχειρήσεις και οι επιχειρηματικοί φορείς επιδιώκουν με διάφορες προτάσεις, οι οποίες δεν είναι πάντα πλήρεις και αναλυτικές, να συμβάλουν στη δημιουργία ολοκληρωμένων συστημάτων καινοτομίας, μέσω του συνδυασμού των κατάλληλων πολιτικών. Στους τρεις από τους τέσσερις κλάδους που εξετάσαμε διαπιστώνεται με πειστικό τρόπο ότι τα συστήματα καινοτομίας θα πρέπει να αποκτήσουν τη μορφή τοπικών ή περιφερειακών συστάδων.
Από την άλλη μεριά όμως πρέπει να διαπιστωθεί ότι τόσο τα χρονικά περιθώρια της μελέτης, όσο και οι ελλείψεις σε επίπεδο βιβλιογραφίας δεν επέτρεψαν να βασιστεί η επεξεργασία προτάσεων πολιτικής στη συστηματική αξιολόγηση των πολιτικών που εφαρμόζονται και έχουν εφαρμοστεί, αλλά ούτε και στη συστηματική αποτίμηση των ποσοτικών επιδόσεων των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων. Για τους λόγους αυτούς ήταν αδύνατο να αποκτήσουν πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά οι προτάσεις που διατυπώθηκαν από τους ερωτώμενους ή αυτές που προκύπτουν από τις κατά κλάδο αναλύσεις. Είναι επομένως αναγκαίο να μελετηθεί στο άμεσο μέλλον συστηματικά η δυνατότητα υιοθέτησης ή όχι των παραπάνω προτάσεων, με βάση αξιολογήσεις των επιπτώσεων που είχαν οι ως τώρα πολιτικές για την υιοθέτηση καινοτομιών στις τοπικές ή περιφερειακές συγκεντρώσεις.
Η βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε δεν μπόρεσε να καλύψει αυτά τα κενά, ενώ η ειδική μελέτη για τον κλάδο του ενδύματος στη Θεσσαλονίκη, επικεντρώθηκε στο σημαντικό ζήτημα της ύπαρξης ή όχι δυνατοτήτων επιβίωσης του κλάδου στην Ελλάδα και στην τεκμηρίωση της ανάγκης υλοποίησης μιας στρατηγικής η οποία να περιλαμβάνει τόσο τη Β.Ελλάδα, όσο και τις γειτονικές χώρες, αναδεικνύοντας συγχρόνως τις κατευθύνσεις πολιτικών που κρίνονται αναγκαίες στο πλαίσιο ενός τέτοιου προσανατολισμού. 
Συνοψίζοντας, να αναφέρουμε η μελέτη που παραδίδουμε αναδεικνύει κυρίως ότι οι κατευθύνσεις πολιτικών που προκύπτουν από τις συνεντεύξεις με επιχειρήσεις και επιχειρηματικούς φορείς σχετικά με την καινοτομία και αφορούν μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις αποκλειστικά, συμφωνούν στις βασικές τους γραμμές με τα συμπεράσματα της βιβλιογραφίας για το νέο υπόδειγμα πολιτικών που χρειάζεται το παραγωγικό πρότυπο στην οικονομία της γνώσης. Οι μελέτες που χρησιμοποιήθηκαν ενισχύουν αυτό το συμπέρασμα. Από την άλλη μεριά όμως, καταλήγουμε σε κατευθύνσεις πολιτικών αλλά όχι σε συγκεκριμένες προτάσεις σε επίπεδο κλάδων ή συστάδων. Πραγματοποιήσαμε έτσι, ένα ενδιάμεσο βήμα σε σχέση με τους αρχικούς στόχους της μελέτης, ένα όμως σημαντικό ζητούμενο είναι το πώς θα ολοκληρωθεί στο μέλλον η υλοποίηση αυτών των στόχων.
Ι. Από την οικονομία της γνώσης στις συστάδες
Α. Γενική εισαγωγή
Η συσχέτιση καινοτομίας, επιχειρηματικότητας και απασχόλησης αποτελεί ένα πεδίο συζητήσεων σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο στο οποίο δεν μπορούν παρά να εμπλακούν οι κοινωνικοί φορείς και ειδικότερα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η εμπλοκή αυτή δεν αφορά μόνο την αποτελεσματικότητα των πολιτικών υποστήριξης της καινοτομίας στις επιχειρήσεις και τις οικονομικές δραστηριότητες εν γένει, από την πλευρά της απασχόλησης. Αφορά επίσης τους τρόπους προσέγγισης του ζητήματος της καινοτομίας, αλλά και του ρόλου της επιχειρηματικότητας, από τους οποίους εξαρτώνται οι πολιτικές οι οποίες υλοποιούνται ή θα ήταν αναγκαίο να υλοποιηθούν.
Εκτιμούμε ότι αυτή η συζήτηση πρέπει να έχει ως αφετηρία τις εξής παραδοχές: 
Η καινοτομία, που αφορά την ανανέωση, τόσο της τεχνολογίας, όσο και των προϊόντων, των μεθόδων παραγωγής και των οργανωτικών επιλογών, είναι μια επιδίωξη που χαρακτηρίζει πλέον την κοινωνική και οικονομική πρακτική μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, είτε είναι ενεργές είτε όχι. Με ένα γενικό τρόπο το ζητούμενο δεν είναι τόσο αν γίνονται ή θα σημειωθούν καινοτομίες, αλλά το κατά πόσο οι καινοτομίες που θα πραγματοποιηθούν θα έχουν ή όχι επιθυμητά αποτελέσματα στο επίπεδο της κοινωνίας και της οικονομίας.
Οι κυρίαρχες σήμερα αντιλήψεις για την καινοτομική πολιτική, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα, αναδεικνύουν την επιχειρηματικότητα ως βασική κινητήρια δύναμη της καινοτομικής διαδικασίας, αλλά αυτή η αντίληψη δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά αποτελέσματα των πολιτικών που θεμελιώνονται με αυτό τον τρόπο. Αυτή η διαπίστωση όμως δεν αναιρεί ότι οι χώροι των επιχειρήσεων, όπως και οι χώροι των υπόλοιπων οικονομικών δραστηριοτήτων, αποτελούν τα κατεξοχήν πεδία όπου υλοποιούνται καινοτομίες, και ότι είναι δυνατόν οι καινοτομίες αυτές να έχουν υπολογίσιμα αποτελέσματα τόσο για την παραγωγικότητα, όσο και για την απασχόληση και τις συνθήκες εργασίας.
Ο ισχυρισμός ότι η επιτάχυνση της διαδικασίας υλοποίησης καινοτομιών οδηγεί σε ταχύτερη αύξηση της απασχόλησης, μπορεί να περιλαμβάνει τη διατύπωση μιας επιδίωξης φαινομενικά ομόφωνης, αλλά τα αποτελέσματα των πολιτικών που ισχυρίζονται ότι συνδυάζουν αυτούς τους στόχους, δείχνουν ότι χρειάζεται να επαναπροσδιοριστούν οι προϋποθέσεις μιας αποτελεσματικής καινοτομικής στρατηγικής, σε ότι αφορά τον στόχο της απασχόλησης και το σύνολο των κοινωνικών της στόχων.
Επιδίωξη αυτής της μελέτης είναι να επανεξετάσει τη σημασία και το περιεχόμενο των πολιτικών για την καινοτομία, σε επιλεγμένες συγκεντρώσεις επιχειρήσεων. Αρχικά θα αξιοποιηθεί μια κριτική προσέγγιση της έννοιας της καινοτομίας, ώστε να επιχειρηθεί μια θεωρητική επανατοποθέτηση του περιεχομένου των πολιτικών για την καινοτομία, τόσο σε μικροοικονομικό, όσο και σε μακροοικονομικό επίπεδο. Θα συνδεθεί η διαδικασία υλοποίησης καινοτομιών, με την ικανότητα απορρόφησης νέας γνώσης των επιχειρήσεων, των θεσμών και των ανθρώπων, και με τις προϋποθέσεις που πρέπει να διαμορφωθούν για να συμμετέχουν όλοι αυτοί οι συντελεστές στην καινοτομική διαδικασία. Θα εξεταστεί επίσης το ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών το οποίο μπορεί να εξασφαλίσει ταυτοχρόνως την ενσωμάτωση των καινοτομιών και την προφύλαξη της κοινωνίας και του περιβάλλοντος από τις αρνητικές επιπτώσεις των αναδιαρθρώσεων.
Στη συνέχεια θα υποστηριχθεί ότι στο επίπεδο των τοπικών συγκεντρώσεων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε διαδικασία αναζήτησης και αξιοποίησης καινοτομιών για την μεγέθυνση του προϊόντος τους, την αύξηση της παραγωγικότητας και την αύξηση της απασχόλησης, η αντιμετώπιση των συγκεντρώσεων αυτών ως συστάδων (clusters), αποτελεί την ενδεδειγμένη προσέγγιση τόσο για την κατανόηση του δυναμισμού τους, όσο και για την εξειδίκευση των πολιτικών που μπορούν να προωθήσουν αυτό το δυναμισμό. Θα υποστηριχθεί ειδικότερα ότι η πολιτική των συστάδων (Cluster policy) δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς σε σχέση με τις ανάγκες που εντοπίζονται σε πολλές περιφέρειες της χώρας, δεδομένου ότι η περιφερειακή πολιτική ανάπτυξης περιορίζεται σε χρηματοδοτικές ενισχύσεις των επιχειρήσεων χωρίς να διακρίνεται από τη μεταμόρφωση του περιφερειακού παραγωγικού συστήματος με κλαδική και οριζόντια διάσταση. 
Β. Τι είναι καινοτομία
Η σημασία που έχει αποκτήσει η συζήτηση για την καινοτομία και η αναζήτηση των παραγόντων που μπορούν να την επηρεάσουν προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας, ξεκινά από τη διαπίστωση ότι «οι οικονομικές επιδόσεις εξαρτώνται όλο και περισσότερο με άμεσο τρόπο από την ικανότητα των ατόμων, των επιχειρήσεων, των περιφερειών και των χωρών να μαθαίνουν» (Lundvall 1997, 13). Ένας ορισμός της καινοτομίας, ο οποίος περιλαμβάνει όλες τις διαδικασίες που μπορεί περιληφθούν σε αυτό τον όρο, είναι ότι ως καινοτομία εννοούμε «την αναζήτηση, την πειραματική εφαρμογή, την ανάπτυξη, την μίμηση και την υιοθέτηση νέων προϊόντων, νέων διαδικασιών παραγωγής και νέων οργανωτικών επιλογών» (Lundvall 1997, 29). Η διαδικασία της καινοτομίας είναι μια «διαδραστική διαδικασία κοινωνικού χαρακτήρα» (Lundvall 1997, 30), κατά την οποία συντελεστές και άτομα επικοινωνούν και συνεργάζονται. 
Η διαδικασία αναζήτησης και υιοθέτησης καινοτομιών, προϋποθέτει την παραγωγή και την αξιοποίηση νέας γνώσης. Η γνώση αυτή έχει δύο προελεύσεις. Αφενός προέρχεται από «τον ανεξάρτητο τομέα που αναλαμβάνει την παραγωγή νέας γνώσης και τη συγκέντρωση και διάδοση πληροφοριών» (ΟΟΣΑ 1996, 13), ο οποίος περιλαμβάνει το εκπαιδευτικό σύστημα, τα πανεπιστήμια, τα τεχνολογικά και ερευνητικά ινστιτούτα, πολιτικές έρευνας και ανάπτυξης του κράτους, καθώς και τις δραστηριότητες Ε&Α των επιχειρήσεων. Από την άλλη μεριά η παραγωγή γνώσης προέρχεται από τις τρέχουσες οικονομικές δραστηριότητες σε επίπεδο κοινωνίας και επιχειρήσεων.
Η διαπίστωση των δύο αυτών προελεύσεων της νέας γνώσης πρέπει να συνδυαστούν με το διαχωρισμό της γνώσης σε κωδικοποιημένη και άδηλη γνώση. Ο διαχωρισμός αυτός σημαίνει ότι η υπάρχουσα και η νέα γνώση μπορεί να εμφανιστεί με τη πρώτη μορφή, δηλαδή της κωδικοποιημένης γνώσης που μπορεί να μετατραπεί σε «πληροφορία» (Lundvall 1997, 31), αλλά και με τη μορφή της άδηλης γνώσης, που είναι ενσωματωμένη σε άτομα ή οργανώσεις, και που δεν μπορεί να μεταφερθεί παρά μέσω μιας ειδικής κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Μια άλλη αναγκαία διαπίστωση είναι ότι στις συνθήκες στις οποίες «αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς το περιεχόμενο της γνώσης, μόνο αυτοί που συμμετέχουν στην παραγωγή της έχουν πρόσβαση σε αυτήν» (Lundvall 1997, 34).
Διαπιστώνεται τέλος ότι η καινοτομία γίνεται πλέον αντιληπτή ως «μια σύνθετη, διαδραστική και ανοιχτή ως προς τα αποτελέσματά της διαδικασία, με συλλογική διάσταση. Είναι στην ουσία μια διαδικασία εκμάθησης, όπου οι τυπικοί και άτυποι θεσμοί παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο» (L 54). Ο ρόλος της επιχείρησης και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στη διαδικασία της καινοτομίας, και στη διαμόρφωση των πολιτικών οι οποίες επιδιώκουν να επηρεάσουν την επιχειρηματικότητα, είναι αναγκαίο να σχετικοποιηθεί από δύο απόψεις.
Σε μια περίοδο κατά την οποία η διαδικασία της εκτεταμένης εισαγωγής καινοτομιών έχει αποτελέσματα τα οποία δεν είναι προδιαγεγραμμένα και μπορεί να μην είναι μόνο θετικά, είναι αναγκαία μια διευρυμένη θεώρηση της καινοτομικής πολιτικής, που να περιλαμβάνει και να προσδιορίζει τις παρακάτω τρεις  (L 15) διαστάσεις:
Τις πολιτικές που επηρεάζουν την πίεση για αλλαγές (την πολιτική ανταγωνισμού, την εμπορική πολιτική και γενικότερα το σύνολο των οικονομικών πολιτικών)
Τις πολιτικές που επηρεάζουν την ικανότητα της οικονομίας να καινοτομεί και να απορροφά τις αλλαγές (ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού και πολιτική καινοτομιών)
Τις πολιτικές που φροντίζουν τους χαμένους της αλλαγής (τις πολιτικές αναδιανομής σε κοινωνικό και περιφερειακό επίπεδο).
Επομένως, ένα σημαντικό μέρος των πολιτικών που επιδιώκουν να διαμορφώσουν αυτή την διευρυμένη προσέγγιση της καινοτομίας, δεν έχουν άμεση σχέση με την επιχειρηματικότητα και τις επιχειρήσεις, αλλά είναι πολιτικές ρυθμιστικές, μακροοικονομικές, κοινωνικές ή περιφερειακές.
Από την άλλη μεριά, εφόσον γίνεται αποδεκτό ότι η διαδικασία εισαγωγής και αξιοποίησης καινοτομιών στις επιχειρήσεις, εκτός του ότι είναι αναγκαία, είναι και μέρος μιας ευρύτερης συλλογικής διαδικασίας εκμάθησης, στην οποία παίζουν αποφασιστικό ρόλο διάφοροι τυπικοί και άτυποι θεσμοί, γίνεται συγχρόνως αποδεκτό ότι η επιχείρηση δεν διαθέτει κατά κανόνα ακόμα και τη δυνατότητα να δεχθεί και να ενσωματώσει εισροές νέας γνώσης. Καθώς ο συλλογικός χαρακτήρας της διαδικασίας εκμάθησης, δεν συνεπάγεται μόνο ότι η παραγωγή νέας γνώσης είναι μια διαδικασία που μπορεί να συντελείται εκτός της επιχείρησης, ή μέσω των συνεργασιών της επιχείρησης με εξωτερικούς παράγοντες, αλλά και ότι η ίδια η απορρόφηση της νέας γνώσης μπορεί να χρειάζεται τέτοιες συνεργασίες. «Η ικανότητα μιας επιχείρησης να μάθει πώς να δημιουργεί αξία από πληροφορίες, εξαρτάται όλο και περισσότερο από την ποιότητα του θεσμικού περιβάλλοντος» (ΟΟΣΑ 1996, 208).
Γ. Το νέο πλαίσιο πολιτικών
Ο προβληματισμός για τις πολιτικές που μπορούν στις νέες συνθήκες της «μανθάνουσας οικονομίας» να στηρίξουν τις καινοτομίες στις επιχειρήσεις, έχει ως αφετηρία τη διαπίστωση της αδυναμίας της νέο-κλασσικής προσέγγισης να παράγει αποτελεσματικές πολιτικές. Στο επίκεντρο των πολιτικών που εμπνέονται από αυτή την προσέγγιση βρίσκεται «η υποστήριξη, ενίσχυση και επιτάχυνση της ανάπτυξης και της χρήσης της τεχνολογίας μέσω οικονομικών ενισχύσεων» (Lundvall 1997, 53). Η απλοϊκότητα αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή η προσέγγιση δεν αναγνωρίζει στην πραγματικότητα τη διαφορά μεταξύ γνώσης και πληροφορίας, και επιπλέον θεωρεί ότι δεν μεταβάλλονται κατά τη διαδικασία της καινοτομίας οι προτιμήσεις, οι ικανότητες και η συμπεριφορά της επιχείρησης. «Στα νέο-κλασσικά μοντέλα αυτό το οποίο πλησιάζει κάτι που μοιάζει με ‘γνώση’ είναι η ‘απόκτηση πληροφοριών’. Παραβλέπεται πλήρως ότι τα περισσότερο χρήσιμα είδη γνώσης από οικονομική άποψη έχουν μια άδηλη διάσταση, και μπορεί να αποκτηθούν μόνο μέσω μιας κοινωνικής διαδικασίας αλληλεπιδράσεων» (Lundvall 1997, 50). 
Σε αυτό το πρότυπο υπάρχουν και εξαιρέσεις. Το κράτος μπορεί να παρεμβαίνει, ανάλογα με τη χώρα, (α) στην άσκηση επιστημονικής πολιτικής, με τη στήριξη της επιστημονικής έρευνας, (β) στην υποστήριξη συγκεκριμένων επιχειρήσεων και συγκεκριμένων τεχνολογιών, για λόγους που έχουν σχέση με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, και (γ) στην αντιμετώπιση της τεχνολογικής εξάρτησης στον τομέα κυρίως της πολεμικής βιομηχανίας (Lundvall 1997, 53). Όπως συμβαίνει στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι πολιτικές αυτές ενισχύουν τους θεσμούς παραγωγής γνώσης και δημιουργούν ένα διάχυτο τομέα παραγωγής καινοτομιών και νέων γνώσεων στην οικονομία, που επηρεάζουν αισθητά τις καινοτομικές και οικονομικές επιδόσεις πολλών κλάδων. 
Η αναζήτηση των νέων αναγκών σε πολιτικές προώθησης καινοτομιών, ξεκινάει από την αμφισβήτηση της ιδέας ότι οι πολιτικές αυτές έρχονται να καλύψουν μόνο «αποτυχίες της αγοράς» και την μειωμένη επενδυτική δραστηριότητα. Στην πραγματικότητα τα συμπεράσματα σε επίπεδο πολιτικών προκύπτουν από τη διαπίστωση ότι υπάρχει ένα σύνολο «αποτυχιών», που δεν αφορά μόνο την επιστημονική γνώση, αλλά αφορά και άλλες δραστηριότητες, διαδικασίες ή οργανωτικά σχήματα που επηρεάζουν τις τεχνολογικές επιδόσεις του συστήματος, το οποίο επιδιώκουν να μεταβάλουν αυτές οι πολιτικές (Lundvall 1997, 57-58): 
Αποτυχίες σε επίπεδο υποδομών: δεν διαμορφώνονται οι υποδομές τις οποίες αξιοποιούν οι επιχειρήσεις, όπως τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, ή υποδομές παραγωγής γνώσης (πανεπιστήμια, ρυθμιστικοί οργανισμοί, εργαστήρια υποστηριζόμενα από το δημόσιο). Οι δημόσιες πολιτικές αφορούν τόσο την προσφορά από το δημόσιο των υπηρεσιών, όσο και τον προσδιορισμό κινήτρων για την αξιοποίησή τους.
Αποτυχίες μετάβασης: επιχειρήσεις με καλές επιδόσεις σε ένα τομέα δεν κατορθώνουν να περάσουν σε παρεμφερή τομέα. Οι δημόσιες πολιτικές πρέπει να επεξεργάζονται ειδικά μέτρα σε τέτοιες περιπτώσεις.
Αποτυχίες εγκλωβισμού: επιχειρήσεις που αδυνατούν να αποδεσμευτούν από τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούν. Οι δημόσιες πολιτικές πρέπει να συνδυάσουν την  επεξεργασία κινήτρων, εναλλακτικών τεχνολογικών λύσεων και διαδικασιών στήριξης της εφαρμογής νέων συστημάτων.
Αποτυχίες θεσμών: όταν το θεσμικό και ρυθμιστικό περιβάλλον έχει αρνητικές επιπτώσεις στο επίπεδο των καινοτομιών. Οι δημόσιες πολιτικές πρέπει τότε να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στην  παρακολούθηση και την αξιολόγηση τους περιβάλλοντος αυτού.
Αποτυχίες εκμάθησης: μπορεί οι επιχειρήσεις να μην έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν νέες γνώσεις γρήγορα και αποτελεσματικά. Η δημόσια παρέμβαση μπορεί να αφορά την εκπαίδευση και κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, την υποστήριξη της έρευνας και ανάπτυξης, τη διαχείριση των δημοσίων προμηθειών και τις πολιτικές διάδοσης των νέων γνώσεων. 
Αναντιστοιχία επιδιώξεων και επιτευγμάτων σε ότι αφορά την καινοτομία: πολλοί κλάδοι επιδιώκουν να υλοποιήσουν τεχνολογικές καινοτομίες αλλά δεν κατορθώνουν να τις εκμεταλλευτούν. Οι προτεινόμενες δημόσιες πολιτικές είναι η τόνωση του ανταγωνισμού στο τεχνολογικό επίπεδο με την προσφορά εναλλακτικών λύσεων, η ενίσχυση της δημιουργία και της επιβίωσης νέων επιχειρήσεων, και η δημιουργία της υποδομής για την καλύτερη διάδοση της κωδικοποιημένης γνώσης. 
Αναντιστοιχία μεταξύ διαμόρφωσης και αξιοποίησης επιλογών: σε πολλούς κλάδους αναδεικνύονται πολλές νέες δυνατότητες, χωρίς όμως να ενεργοποιούνται διαδικασίες επιλογής των καλύτερων λύσεων. Οι πολιτικές ανταγωνισμού πρέπει να συνδυάζονται με τη βιομηχανική και καινοτομική πολιτική.
Αποτυχίες συμπληρωματικότητας: μπορεί να μην υπάρχουν οι συμπληρωματικότητες πολιτικών που ενισχύουν την καινοτομική διαδικασία. Τέτοιες συμπληρωματικότητες υπάρχουν στα δίκτυα έρευνας και ανάπτυξης, στις συνεργασίες επιχειρήσεων και πανεπιστημίων και στις συνεργασίες μεταξύ θεσμών.
Δ. Η σημασία των συστάδων (clusters)
Η ανάδειξη του ζητήματος των clusters σε κεντρική προσέγγιση του ζητήματος της καινοτομίας και της απασχόλησης, είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα της μετατόπισης του ενδιαφέροντος από τις μεγάλες επιχειρήσεις στη μάζα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στα τοπικά προβλήματα της οικονομίας και της απασχόλησης. Όπως και στην Ελλάδα χρειάστηκε ειδικότερα να γίνει κατανοητός και να καταπολεμηθεί ο δυϊσμός ανάμεσα σε έναν αριθμό μεγάλων κατά κανόνα επιχειρήσεων που έχουν μπει στο δρόμο της καινοτομίας, και στη μεγάλη μάζα των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες για να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη και τη δυνατότητα καινοτομιών και πόσο μάλλον να τις υλοποιήσουν. 
Ο κανόνας σχετικά με τις επιτυχημένες καινοτομικές διαδρομές που παρατηρούμε στην ελληνική οικονομία, είναι ότι πρόκειται σε καθοριστικό βαθμό για μοναχικές διαδρομές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από πρωτότυπες λύσεις στα προβλήματα που έχουν σχέση με το περιβάλλον στο οποίο υλοποιούνται οι καινοτομίες, και στα προβλήματα που συνδέονται με τη διαδικασία απορρόφησης νέων γνώσεων. Η επέκταση αυτών των θετικών εξελίξεων σε μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων συναντάει εμπόδια τα οποία οφείλονται σε κάποιο βαθμό στην αδράνεια των «πρωτοπόρων» επιχειρήσεων που έχουν βρει τους τρόπους να καλύψουν τις ανάγκες σε νέες γνώσεις και νέες εισροές γενικώς, και έχουν μάλιστα την τάση να μην επιθυμούν ριζοσπαστικές αλλαγές στο πλαίσιο των πολιτικών. Έτσι θα μπορούσε να ερμηνευθεί και η διαπίστωση σχετικής μελέτης του ΟΟΣΑ (OECD 2005, 24), ότι οι βασικοί εργοδοτικοί φορείς στην Ελλάδα δεν έχουν στην πραγματικότητα διαμορφώσει μια στρατηγική για τα ζητήματα πολιτικών καινοτομίας.
Η αναζήτηση των συνθηκών που μπορούν να στηρίξουν διαδικασίες υιοθέτησης καινοτομιών στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων, οδήγησε στην ανάδειξη του σημαντικού ρόλου των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων και ειδικότερα των συστάδων (clusters). Η συγκεντρώσεις επιχειρήσεων τράβηξαν την προσοχή από δύο κυρίως προσεγγίσεις. Πρώτον, με το έργο του Michael Porter, που μελέτησε τους παράγοντες οι οποίοι μπορεί να συνδυαστούν σε μια γεωγραφική περιοχή για να δώσουν έναν καινοτομικό δυναμισμό σε μια συγκέντρωση επιχειρήσεων. Δεύτερον, μέσω της μελέτης των καινοτομικών συστημάτων και της μανθάνουσας οικονομίας, όπου οι συγκεντρώσεις επιχειρήσεων εμφανίζονται ως προνομιούχα πεδία για την απορρόφηση και τη διάδοση καινοτομικής γνώσης (Wolfe 2003, 2). 
Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα συστήματα καινοτομίας που αναπτύσσονται σε μια περιφέρεια, περιλαμβάνουν επιχειρήσεις αλλά και ένα ευρύ φάσμα οργανώσεων που είτε παράγουν γνώσεις, είτε διευκολύνουν την αξιοποίηση αυτών των γνώσεων από τις επιχειρήσεις. Είναι χρήσιμο να γίνει κατανοητό ένα τέτοιο σύστημα καινοτομίας τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς γνώσης. Από την πλευρά της προσφοράς βρίσκονται οι θεσμικοί οργανισμοί παραγωγής γνώσης της περιφερειακής οικονομίας, με τους οποίους συνδέονται και οι οργανισμοί που αναλαμβάνουν την κατάρτιση και την εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού με υψηλή ειδίκευση. Από την πλευρά της ζήτησης έχουμε τις επιχειρήσεις που αξιοποιούν και αναπτύσσουν τις επιστημονικές και τεχνολογικές εισροές οι οποίες προέρχονται από την πλευρά της προσφοράς, δημιουργώντας νέα προϊόντα και μεθόδους. Για να συνδεθεί η προσφορά με τη ζήτηση, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα οργανώσεων στήριξης της καινοτομίας, όπως τα κέντρα τεχνολογίας, τα κέντρα επιχειρηματικής καινοτομίας, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, και οι χρηματοδοτικοί φορείς. Εξίσου σημαντικοί είναι και άλλοι θεσμοί, όπως η κεφαλαιαγορά, οι θεσμοί που ρυθμίζουν την αγορά εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις και οι διαδικασίες συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη των αποφάσεων σε επίπεδο επιχειρήσεων (Wolfe 2003, 7).
Σύμφωνα με την «Ομάδα ειδικών για τις συστάδες και τα δίκτυα επιχειρήσεων» η οποία συνέταξε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετική έκθεση (2003), το ενδιαφέρον για τις συστάδες και δίκτυα οφείλεται στο ότι «έχουν αναγνωριστεί ως σημαντικά περιβάλλοντα για την ανάπτυξη και μεγέθυνση των ΜμΕ επειδή μπορούν να τις βοηθήσουν να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους, να διευρύνουν την ικανότητά τους να καινοτομούν, να διευκολύνουν την εμπορευματοποίηση της καινοτομίας και να δημιουργήσουν υψηλή απασχόληση». Αλλά, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η πλειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν αναπτύξει μια στρατηγική προσέγγιση της οργάνωσης συστάδων επιχειρήσεων. Και στις περισσότερες περιπτώσεις θα έπρεπε να αναλάβουν πρωτοβουλίες προς τις εξής κατευθύνσεις:
Να αναλάβουν μελέτες χαρτογράφησης των συστάδων, και να εντοπίσουν περιοχές, τομείς και τεχνολογίες που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την οργάνωση σε συστάδες και να τις ενσωματώσουν στη συνολική στρατηγική οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης,
Να εντοπίσουν εμπόδια και περιοριστικούς παράγοντες σε ότι αφορά την ανάπτυξη συστάδων και να οργανώνουν την συχνή αναθεώρηση των μέτρων πολιτικής που υπάρχουν,
Να επιτύχουν την μακροχρόνια δέσμευση των κυβερνήσεων,
Να ενισχυθεί η συνειδητοποίηση του οφέλους που μπορούν αντλήσουν οι ενδιαφερόμενοι παράγοντες από την ύπαρξη συστάδων.
Η ομάδα ειδικών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η βάση της πολιτικής ενίσχυσης των συστάδων θα έπρεπε να δημιουργήσει το πλαίσιο ενός διαλόγου και συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων, όπως και συνεργασίας μεταξύ μικρών επιχειρήσεων, ανώτατων εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων, δημόσιων και μη δημόσιων οργανώσεων σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. 
Για το εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, η ομάδα ειδικών υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνουν προσπάθειες προς τις εξής κατευθύνσεις: 
Τον εντοπισμό αποτυχιών της αγοράς και την αναβάθμιση των πολιτικών που επηρεάζουν τις επιχειρήσεις σε συστάδες,
Τη διαμόρφωση δομών διαχείρισης των συστάδων,
Την ανάπτυξη δεσμών μεταξύ ερευνητικών κέντρων, πανεπιστημίων και κλάδων,
Τη διαμόρφωση των κατάλληλων προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης ώστε να προσφέρεται το ανθρώπινο δυναμικό που χρειάζονται οι συστάδες,
Τη διαμόρφωση μιας πλατφόρμας δικτύωσης και ανταλλαγής πληροφοριών, κυρίως για τις διασυνοριακές συστάδες,
Την προσφορά στρατηγικών πληροφοριών στις συστάδες,
Την ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών στον τομέα του μάρκετινγκ,
Την προσφορά ειδικευμένης υποδομής (επικοινωνίες, μεταφορές, αγορά γης),
Την προσφορά πολλών διαφορετικών εργαλείων χρηματοδότησης.
Σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, η ομάδα ειδικών επεσήμανε ότι ενώ η βοήθεια από την πλευρά του κράτους θα πρέπει να υπακούει στις ισχύουσες ρυθμίσεις, πρέπει να αναγνωριστεί και η ανάγκη να υποστηριχθούν οι νέες πρωτοβουλίες, οι δικτυώσεις, η πληροφόρηση, η έρευνα, η εκπαίδευση και οι ειδικευμένες υποδομές.
Ε. Συμπεράσματα
Η ανάδειξη του ζητήματος των συστάδων συνοψίζει στην πραγματικότητα την ανάγκη μεταμόρφωσης του παραγωγικού μοντέλου και αλλαγής του προτύπου άσκησης των πολιτικών που επιδιώκουν να υποστηρίξουν τη μετάβαση στην οικονομία της γνώσης. Οι πολιτικές που έχουν βασιστεί στη νέο-κλασική προσέγγιση βασίζονται στην άποψη ότι οι επιχειρήσεις, εξαιτίας των αρετών της επιχειρηματικότητας, κατέχουν τη βασική γνώση που προϋποθέτει η υλοποίηση καινοτομιών και αυτό που στην πραγματικότητα τους λείπει είναι οι οικονομικοί πόροι για την αγορά των εισροών ή του εξοπλισμού που βοηθούν τη διαμόρφωση των καινοτομιών. Αντίθετα, η αναζήτηση των πολιτικών που μπορούν να στηρίξουν την υλοποίηση καινοτομιών ως μια διαδικασία εκμάθησης, η οποία αφορά τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους, αλλά και τους θεσμούς που προσφέρουν και διαχέουν νέα γνώση, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η παραγωγή γνώσης είναι μια διαδικασία συλλογικού χαρακτήρα η οποία αποφασίζεται και υλοποιείται σε αυτό το επίπεδο, μέσω συνεργασιών που λαμβάνουν αποφάσεις, εφαρμόζουν πολιτικές, αξιολογούν και διορθώνουν πρακτικές και στόχους. 
Η άσκηση καινοτομικών πολιτικών που βασίζονται στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων για την υιοθέτηση καινοτομιών ή καινοτομικών πρακτικών, δεν έχει θετικά αποτελέσματα. Η ψευδαίσθηση ότι η επιχειρηματικότητα μπορεί να είναι υποκατάστατο της γνώσης, και ότι η αγορά από μόνη της διαμορφώνει ένα κεφάλαιο νέας γνώσης αξιοποιήσιμο από τις επιχειρήσεις και τους άλλους παράγοντες της καινοτομίας, δεν μπορεί να έχει αποτελέσματα. Μια άλλη, συμπληρωματική μπορούμε να πούμε ψευδαίσθηση, είναι ότι οι κρατικές υπηρεσίες και οι υπάρχοντες δημόσιοι θεσμοί μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες των καινοτομικών πολιτικών, βασισμένοι στη υπάρχουσα δυναμική τους, ενισχυμένοι μέσω κινήτρων, χωρίς να επανεξετάσουν τους στόχους, τη λειτουργία και την αποδοτικότητά τους, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής για την παραγωγή και διάδοση νέας γνώσης. 
Η απουσία συνεργασιών μεταξύ παραγόντων της καινοτομίας, για την επεξεργασία στόχων, την υλοποίηση πολιτικών και την αξιολόγηση των πρακτικών, είναι ένας σημαντικός λόγος ενίσχυσης των πελατειακών και αδιαφανών σχέσεων κατά τη διαδικασία υλοποίησης των τρεχουσών πολιτικών. Το έλλειμμα γνώσης οδηγεί στην απουσία ασφαλών κριτηρίων, αλλά και αξιοποιήσιμων αποτελεσμάτων, και επομένως στη δυνατότητα υιοθέτησης διαδικασιών που βασίζονται σε ειδικά και ευκαιριακά κριτήρια. Προϋπόθεση επομένως της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας των πολιτικών, είναι η λειτουργία θεσμών παραγωγής γνώσης, στο πλαίσιο συνεργασιών μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων, αντιπροσωπευτικών φορέων και δημοσίων φορέων και υπηρεσιών. 
ΙΙ. Μεθοδολογία της μελέτης
Επελέγησαν οι παρακάτω συγκεντρώσεις επιχειρήσεων:
α) Επιχειρήσεις κονσερβοποιϊας ροδακίνων και άλλων φρούτων στο Νομό Ημαθίας. Αξιοποιούν τις τοπικές καλλιέργειες ροδακίνων, ακολουθούν παράλληλες αλλά και διαφοροποιημένες πολιτικές βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας τους στις διεθνείς αγορές, ενώ χρησιμοποιούν ανθρώπινο δυναμικό το οποίο ανήκει σε μια ενιαία “δεξαμενή” εργαζομένων που απασχολούνται τόσο στον πρωτογενή, όσο και τον δευτερογενή τομέα. Είναι διαδεδομένη στις περισσότερες επιχειρήσεις η πεποίθηση οτι είναι απαραίτητη μια καινοτομική στρατηγική για το σύνολο των επιχειρήσεων αυτών.
β) Επιχειρήσεις παραγωγής ενδυμάτων στο Νομό Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μια συγκέντρωση επιχειρήσεων όπου αναζητούνται νέες προοπτικές, λόγω της απώλειας ανταγωνιστικότητας των δραστηριοτήτων φασόν και της μεταγκατάστασης επιχειρήσεων στις βαλκανικές χώρες. Διαμορφώνονται σε αρκετές επιχειρήσεις εναλλακτικές στρατηγικές, οι οποίες όμως δεν έχουν αξιοποιηθεί από τη μεγάλη μάζα του κλάδου στο επίπεδο του Νομού. Υπάρχει στις επιχειρήσεις μια συνείδηση της ανάγκης για νέες στρατηγικές, αλλά και της έλλειψης πολιτικών που μπορούν να τις υπηρετήσουν.
γ) Επιχειρήσεις παραγωγής λογισμικού στο Νομό Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τη συγκέντρωση δραστηριοτήτων ενός σχετικά νέου κλάδου, ο οποίος παρουσιάζει έτσι κι αλλιώς μια θετική εξέλιξη σε οτι αφορά την απασχόληση. Ο φορέας του κλάδου επιδιώκει να οδηγήσει στη δημιουργία τοπικής συστάδας, προσπαθώντας να επηρεάσει προς αυτήν κατέυθυνση τις δημόσιες πολιτικές. 
δ) Επιχειρήσεις εφοδιαστικής (logistics) στο Νομό Αττικής. Πρόκειται επίσης για ένα νέο κλάδο με θετική επίδραση στην απασχόληση. 
Α. Υποθέσεις εργασίας
Για την προσπάθεια ελέγχου των συμπερασμάτων της προηγούμενης ανάλυσης είναι πριν απ’όλα αναγκαίο να δοκιμαστεί η υπόθεση εργασίας που αφορά την ύπαρξη μιας καινοτομικής δυναμικής κατά συγκέντρωση επιχειρήσεων, η οποία έχει ήδη εκδηλωθεί και μπορεί να χρησιμεύσει για την επεξεργασία διαφοροποιημένων πολιτικών. Για τη συζήτηση αυτής της υπόθεσης εργασίας θα χρειαστεί να υπάρξει μια ταξινόμηση των καινοτομιών και των παραγόντων που έκαναν δυνατή την υλοποίησή τους.
Μια δεύτερη υπόθεση εργασίας είναι ότι το πλαίσιο άσκησης πολιτικών που μπορεί να στηρίξει τη γενικευμένη ανάπτυξη μιας καινοτομικής δυναμικής κατά συγκέντρωση επιχειρήσεων, είναι αυτό που έχει ορισθεί ως «πολιτική δημιουργίας συστάδων» (cluster policy), που επιδιώκει τα επηρεάσει ομοειδείς ή παρεμφερείς επιχειρήσεις σε μια γεωγραφική περιοχή, να εξασφαλίσει και να αξιοποιήσει τη σύνδεσή τους με θεσμούς, φορείς και υπηρεσίες παραγωγής γνώσης και άσκησης πολιτικών, να δημιουργήσει, τέλος, τις προϋποθέσεις για τη διάδοση της κωδικοποιημένης και της άδηλης γνώσης στο πλαίσιο της συστάδας.
Τρίτη υπόθεση εργασίας είναι ότι η καινοτομία στο επίπεδο των επιχειρήσεων, σε συνθήκες ανάπτυξης συστάδων επιχειρήσεων, έχει θετικά αποτελέσματα για την απασχόληση, τόσο σε ποσοτικό επίπεδο, όσο και σε ποιοτικό. Αυξάνει τον αριθμό των απασχολουμένων και βελτιώνει τις συνθήκες εργασίας, όπως και το επίπεδο των γνώσεων και των ευθυνών των εργαζομένων στο εσωτερικό των επιχειρήσεων. 
Β. Θέματα προς διερεύνηση
Από τις υπάρχουσες μελέτες και μέσω των συνεντεύξεων που πραγματοποιήθηκαν εξετάστηκαν τα παρακάτω θέματα (Ερωτηματολόγιο στο Παράρτημα Γ):
Επιδόσεις των επιχειρήσεων κατά συγκέντρωση, σε συνάρτηση με την υλοποίηση καινοτομιών, και επιπτώσεις των καινοτομιών αυτών στην απασχόληση,
Κατηγοριοποίηση των καινοτομιών,
Ανάδειξη των παραγόντων που ευνοούν ή εκείνων που εμποδίζουν την πραγματοποίηση καινοτομιών,
Ανάδειξη των θεσμών, ιδρυμάτων, φορέων ή επιχειρήσεων που διαμόρφωσαν αυτούς τους παράγοντες,
Εκτίμηση των επιπτώσεων των εφαρμοζόμενων πολιτικών.
Από αυτά τα θέματα προέκυψαν οι ερωτήσεις προς τις επιχειρήσεις και τους φορείς.
Γ. Πηγές και οργάνωση της μελέτης
Το διάστημα των τριών μηνών που ορίστηκε για την πραγματοποίηση της μελέτης, ήταν πολύ περιορισμένο και δεν επέτρεπε την πραγματοποίηση έρευνας για τη συλλογή πρωτογενών στοιχείων. Επελέγει η εξής προσέγγιση: αξιοποιήθηκαν μελέτες υπαρκτές μελέτες και πραγματοποιήθηκαν ολιγάριθμες συνεντεύξεις σε επιχειρήσεις και επιχειρηματικούς φορείς κατά συγκέντρωση επιχειρήσεων. Αναλυτικά:
Συγκέντρωση επιχειρήσεων κονσερβοποιϊας ροδακίνων στο Νομό Ημαθίας.
Αξιοποιήθηκαν η μελέτη του ΙΝΕ για λογαριασμό του ΥΠΑΝ:
Μελέτη για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, Τεύχος IV, Ο κλάδος των τροφίμων: μικρές επιχειρήσεις μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, Κάτια Φωτεινοπούλου, Ιωάννα Κεραμίδου, ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Ιανουάριος 2005,
Καθώς και η μελέτη:
Η αειφόρος ανάπτυξη στη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων και οι ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό: οι περιπτώσεις του ροδακίνου στο νομό Ημαθίας και του ελαιολάδου στο νομό Μεσσηνίας, Π.Λινάρδος-Ρυλμόν, PRO-DIALOGUE, Μάρτιος 2004.
Πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με δυο επιχειρήσεις της περιοχής καθώς και με τον εκπρόσωπο της εργοδοτικής οργάνωσης του κλάδου.
Συγκέντρωση επιχειρήσεων λογισμικού στη Θεσσαλονίκη
Αξιοποιήθηκε η εξής μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το ΙΝΕ για το ΥΠΑΝ:
Μελέτη για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, Τεύχος Ι, Ανταγωνιστικότητα και ανθρώπινο δυναμικό στον κλάδο παραγωγής λογισμικού, Π.Λινάρδος-Ρυλμόν, ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Ιανουάριος 2005,
Πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον Πρόεδρο και μέλη του ΔΣ του ΣΕΠΒΕ 
Συγκέντρωση επιχειρήσεων ενδύματος στη Θεσσαλονίκη
Ζητήθηκε εμπειρογνωμοσύνη από τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Λόη Λαμπριανίδη με θέμα:
“Η καινοτομία και οι γεωγραφικές συσσωματώσεις επιχειρήσεων ως παράγοντες ανάπτυξης της οικονομίας: η περίπτωση της βιομηχανίας ετοίμου ενδύματος στο νομό Θεσσαλονίκης”.
Συγκέντρωση επιχειρήσεων εφοδιαστικής
Αξιοποιήθηκαν οι εξής πηγές:
Συνεντεύξεις με φορείς του κλάδου:
Ελληνική Εταιρία Logistics: http://www.eel.gr/site/
Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Διεθνούς Διαμεταφοράς και Επιχειρήσεων Logistics Ελλάδος (ΣΥΝ.Δ.Δ.Ε.&L): http://www.synddel.gr/synddel/gr/indexgr.htm
Logistics & Management: http://www.logistics-management.gr/us.php
Ελληνική Ένωση Βιομηχανιών Ψύχους: http://www.cold.org.gr
Ελληνικό Ινστιτούτο Μεταφορών: http://www.hit.certh.gr/site/index.php
Βιβλιογραφία: 
ICAP, Third Party Logistics, 2005.
ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Ετήσια Έκθεση 2005 για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση.
ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Ο τομέας των Υπηρεσιών, η Ανταγωνιστικότητα και η Εργασία, Μελέτη 19, Αθήνα, 2004.
Διαδίκτυο:
Υπουργείο Ανάπτυξης, Πρόγραμμα «Δικτυωθείτε»: http://www.go-online.gr/ebusiness/specials/article.html?article_id=1314
ΙΙΙ. Συμπεράσματα και προτάσεις
Α. Ο έλεγχος των υποθέσεων εργασίας
Η συγκέντρωση επιχειρήσεων μεταποίησης ροδάκινου
α. Στους νομούς Ημαθίας και Πέλλας βρίσκονται σήμερα συγκεντρωμένες 15 επιχειρήσεις μεταποίησης φρούτων, οι οποίες καλύπτουν το 65% της παγκόσμιας αγοράς κονσερβοποιημένου ροδάκινου και παράγουν κατά 90% αυτό το προϊόν καθώς και σε μικρότερα ποσοστά μεταποιημένο βερίκοκο, αχλάδι και μείγματα φρούτων. Από τα στοιχεία που δόθηκαν κατά τη συνέντευξη με τον εκπρόσωπο της Ένωσης Κονσερβοποιών, υπάρχουν τρεις μορφές απασχόλησης: οι μόνιμοι, οι συμβασιούχοι και οι εποχικά εργαζόμενοι. Οι δύο πρώτες κατηγορίες ανέρχονται σε 15.000 άτομα και οι εποχικά εργαζόμενοι ανέρχονται σε 10.000 με 12.000. Δεν εκτιμάται από την Ένωση ότι υπάρχει αυτή τη στιγμή μια φθίνουσα δυναμική, αν και οι κίνδυνοι είναι σοβαροί για την μακροχρόνια εξέλιξη του κλάδου.
Ο κλάδος αυτός απειλείται σήμερα από ένα σύνολο αλλαγών. Από τη μια μεριά παρατηρείται μείωση της διεθνούς ζήτησης για την παραδοσιακή κονσέρβα ροδακίνου, η οποία αποτελεί ακόμα το βασικό προϊόν. Από την άλλη η ζήτηση που συνεχίζει να υπάρχει καλύπτεται όλο και περισσότερο από άλλες χώρες της Ευρώπης της Ασίας και της Ν.Αμερικής και αμφισβητείται έτσι το ελληνικό μονοπώλιο που έφθανε πριν μόλις μια δεκαετία το 90% της παγκόσμιας αγοράς. 
Για να εξεταστεί η σημερινή δυναμική του κλάδου στην περιοχή αυτή πρέπει να γίνει κατανοητό ότι κατά την τελευταία δεκαετία έχουν γίνει πολύ μεγάλες προσπάθειες για την εισαγωγή καινοτομιών, στις οποίες οφείλεται η διατήρηση του υπάρχοντος σήμερα παραγωγικού δυναμικού, και ότι βρίσκονται σε εξέλιξη νέες καινοτομίες και νέες πρωτοβουλίες των επιχειρήσεων. Από τις υπάρχουσες μελέτες και κυρίως από τις συνεντεύξεις με εκπροσώπους των επιχειρήσεων, τις οποίες πραγματοποιήσαμε για την παρούσα μελέτη, προκύπτει αφενός ότι είναι δυνατή μια αναβάθμιση της παραγωγής, της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης στην περιοχή, και αφετέρου ότι για να υπάρξει ένας τέτοιος προσανατολισμός είναι αναγκαία η διαμόρφωση μιας δυναμικής συστάδας (cluster) όπως την εννοεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
β. Οι κύριες καινοτομίες που έχουν αλλάξει τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων του κλάδου είναι οι εξής (Λινάρδος-Ρυλμόν 2004):
Διαφοροποιήσεις σε προϊόντα και αγορές. Αυξήθηκαν τα είδη των κονσερβών ροδάκινου, αυξήθηκαν οι συσκευασίες αλλά και τα είδη φρούτων που συσκευάζονται. Σκοπός ήταν η μείωση του εποχικού χαρακτήρα της παραγωγής, αλλά και η αύξηση της προστιθέμενης αξίας. Αυτή είναι μια τάση που πρέπει να συνεχιστεί όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα που έχουν οι επιχειρήσεις αυτές είναι ότι μέσω της εξωστρέφειάς τους μπορούν να παρακολουθούν τις εξελίξεις στη διεθνή αγορά και να προσαρμόζονται σε αυτές με μεγάλη ταχύτητα, στο βαθμό φυσικά που μπορούν. Η πληροφόρηση σχετικά με τις εξελίξεις στη διεθνή αγορά μεταφέρεται εύκολα από επιχείρηση σε επιχείρηση λόγω της γειτνίασης.
Δημιουργία νέων συστημάτων διαχείρισης. Η χρησιμοποίηση και η γενίκευση των Συστημάτων Ολοκληρωμένης Διαχείρισης, στο οποίο περιλαμβάνεται η σταθερή συνεργασία με τους καλλιεργητές σχετικά με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της πρώτης ύλης, είναι μια σημαντική καινοτομία η οποία συνδέεται με τα συστήματα πιστοποίησης της ποιότητας των προϊόντων. Η εξέλιξη αυτή είναι μια κατάκτηση για το παραγωγικό σύστημα της περιοχής. Η εγκαθίδρυση και λειτουργία αυτού του συστήματος βασίστηκε στις σύνθετες σχέσεις μεταξύ μεταποιητικών επιχειρήσεων και καλλιεργητών, οι οποίες συνδυάζουν την αγοραπωλησία πρώτων υλών, με τον συνεταιριστικό χαρακτήρα δυο μεγάλων μεταποιητικών επιχειρήσεων, και την απασχόληση στην μεταποίηση των καλλιεργητών.
Εγκαθίδρυση πιστοποιήσεων και ελέγχων ποιότητας. Η δημιουργία ενός θεσμικού καθεστώτος που επιβάλει τις πιστοποιήσεις (AGROCERT), οδήγησε και στη δημιουργία συστημάτων ελέγχου ποιότητας στο εσωτερικό των επιχειρήσεων. 
Αξιοποίηση των αυτοματοποιήσεων. Πρόκειται καταρχήν για τις διαδικασίες αυτοματοποίησης στις γραμμές παραγωγής, οι οποίες είναι συνάρτηση σε μεγάλο βαθμό της μείωσης της εποχικότητας, ενώ επιτρέπουν την αύξηση της ευελιξίας στην οργάνωση της παραγωγής. Σημαντική εξέλιξη είναι και η υιοθέτηση του συστήματος ERP, το οποίο έχει σημαντικές επιπτώσεις σχετικά με το κόστος διαχείρισης της επιχείρησης.
γ. Οι συνεργασίες που αναπτύχθηκαν κατά την δεκαετή περίοδο υλοποίησης καινοτομιών, έχουν όλες τα χαρακτηριστικά συνεργασιών με εκπαιδευτικά ή ερευνητικά ιδρύματα ή δημιουργία μορφών συνεργασίας των επιχειρήσεων μεταξύ τους. Σύμφωνα με τις απαντήσεις εκπροσώπων των δυο μεγάλων συνεταιριστικών επιχειρήσεων που συναντήσαμε είχαν αναληφθεί κατά την πρόσφατη περίοδο οι εξής σημαντικές πρωτοβουλίες:
Η μια από τις συνεταιριστικές επιχειρήσεις συμμετείχε στο παρελθόν σε ένα χρηματοδοτούμενο cluster από το οποίο δημιουργήθηκε ένα εργαστήριο ερευνών για το έδαφος, το νερό και τα φύλλα. 
Η ίδια επιχείρηση συμμετέχει σε ερευνητικά προγράμματα που γίνονται σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Έρευνας Φυλλοβόλων Δένδρων, που είναι παράρτημα του ΕΘΙΑΓΕ, και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ερευνούν ειδικότερα την αντοχή του κουκουτσιού, που παίζει σημαντικό ρόλο για την ταχύτητα και το κόστος της παραγωγικής διαδικασίας.
Ένα άλλο ερευνητικό πρόγραμμα σε συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αφορά τις αντιοξειδοτικές ουσίες που περιέχει το ροδάκινο και την δυνατότητα αύξησής τους.
Η δεύτερη συνεταιριστική επιχείρηση συμμετείχε επίσης στο cluster που δημιούργησε εργαστήριο εδαφολογικών ερευνών. Συμμετέχει επίσης σε ερευνητικά προγράμματα σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Μεταξύ των επιχειρήσεων έχουν γίνει διαδοχικές προσπάθειες δημιουργίας κοινών οργανώσεων και δικτύωσης. Το 1996 είχε δημιουργηθεί η Ένωση Κονσερβοποιών Ελλάδος. Το 1997 οι δυο μεγάλες συνεταιριστικές επιχειρήσεις συνέστησαν το δίκτυο ΑΓΚΡΟΝΕΤ με στόχους τη δημιουργία κοινής δομής εμπορίας στη διεθνή αγορά, τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και το κοινό μάρκετινγκ. Το 1999 ιδρύθηκε η ανώνυμη εμπορική εταιρία ΔΕΛΚΟΦ, στην οποία συμμετέχουν τα 2/3 των μελών της ΕΚΕ, για την εμπορία των προϊόντων στη διεθνή αγορά. Στα πλαίσια της ΔΕΛΚΟΦ λειτουργεί εργαστήριο ποιοτικού ελέγχου και χημικών αναλύσεων. Τον Μάιο του 2001 δημιουργήθηκε η «Διεπαγγελματική Οργάνωση Βιομηχανικού Ροδακίνου-Αχλαδιού», που επιδιώκει να διαχειριστεί την εξέλιξη του κλάδου τόσο στον πρωτογενή, όσο και στον δευτερογενή τομέα.
Σύμφωνα με τον υπεύθυνο της δεύτερης συνεταιριστικής επιχείρησης, η εμπειρία από τα clusters οδηγείς το συμπέρασμα ότι δεν μπόρεσαν να έχουν την αποτελεσματικότητα των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, διότι δεν γνώρισαν επιτυχία στον τομέα της οργάνωσης κοινών εμπορικών δικτύων, που είναι κατά την γνώμη του το κύριο ζητούμενο. 
δ. Από τις συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στο κλάδο αυτό, προτείνεται ότι η προώθηση καινοτομιών θα έπρεπε να επικεντρωθεί στις εξής κατευθύνσεις:
Την ανάπτυξη νέων συστημάτων παραγωγής στη μεταποίηση, μέσω της αξιοποίησης νέων τεχνολογιών και της δημιουργίας ευέλικτων συστημάτων,
Τη βελτίωση του υπάρχοντος προϊόντος, μέσω της υιοθέτησης νέων συσκευασιών, αλλά και μέσω της βελτίωσης των καλλιεργητικών διαδικασιών για το ροδάκινο και το αχλάδι,
Την ανάπτυξη νέων καλλιεργειών οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν άμεσα ή έμμεσα τις επιχειρήσεις μεταποίησης. Με άμεσο τρόπο γιατί θα παραχθούν προϊόντα τα οποία θα συσκευαστούν σε κονσέρβες, όπως τα ρεβίθια, τα σπαράγγια, οι φακές ή οι λοτοί, και προϊόντα που θα αξιοποιήσουν σε νέες συσκευασίες, όπως τα κηπευτικά. Με έμμεσο τρόπο γιατί θα παραχθούν προϊόντα τα οποία θα τονώσουν την ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, μέσω της δημιουργίας ενός βιώσιμου πρωτογενούς τομέα, ή θα επιτρέψουν την ανάπτυξη νέων ενεργειακών προϊόντων που θα μειώσουν το κόστος λειτουργίας των μεταποιητικών επιχειρήσεων. 
Είναι επομένως κρίσιμο ζήτημα να εξεταστεί η αναγκαιότητα αλλαγής των καλλιεργειών, ώστε να υπάρξουν τα αναμενόμενα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα ως προς την απασχόληση, όχι μόνο στον πρωτογενή τομέα, αλλά και στις μεταποιητικές επιχειρήσεις.
Χρειάζεται επίσης να επανεξεταστεί η μέθοδος χρηματοδότησης των αλλαγών. Εκτιμάται από τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων ότι δεν είναι επιθυμητή η χρηματοδότηση αντιπροσωπευτικών φορέων του κλάδου, αλλά να δοθεί η χρηματοδότηση σε συνεργασίες συνεταιρισμών καλλιεργητών.
Χρειάζεται όμως και η συνέργια σε επίπεδο πολιτικών, συγκεκριμένα μεταξύ του υπουργείου Γεωργίας, του υπουργείου Ανάπτυξης και του υπουργείου Απασχόλησης.
ε. Οι υποθέσεις εργασίας
Σχετικά με τις γενικές υποθέσεις εργασίας τις οποίες διατυπώσαμε στη μεθοδολογία, προκύπτουν για το κλάδο της κονσερβοποιίας οι εξής διαπιστώσεις:
Παρόλο που η συνολική εικόνα της εξέλιξης του κλάδου εμφανίζει στασιμότητα κατά τη σημερινή περίοδο και είναι φθίνουσα την τελευταία δεκαετία, η εφαρμογή καινοτομιών στα προϊόντα και στις μεθόδους παραγωγής είναι ένα μόνιμο χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων. Από τις προηγούμενες μελέτες που αξιοποιήθηκαν και από τις συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτής της μελέτης, προκύπτει ότι το μέλλον του κλάδου συνδέεται πλέον με μια ευρύτερη αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και των προϊόντων που παράγονται από τις μεταποιητικές δραστηριότητες. Χρειάζεται να γίνει μια υπέρβαση σε σχέση με τα προϊόντα τα οποία παράγει αυτή τη στιγμή ο κλάδος στην περιοχή και η υπέρβαση αυτή δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα πρωτοβουλιών σε επίπεδο μόνο των επιχειρήσεων.
Επιβεβαιώνεται η υπόθεση σχετικά με τη δυνατότητα δημιουργίας συστάδας επιχειρήσεων με την έννοια που έχουμε αναλύσει προηγουμένως για τους εξής λόγους. Καταρχήν πρόκειται ήδη για μια συγκέντρωση επιχειρήσεων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά και χρησιμοποιούν τις ίδιες πρώτες ύλες. Το σημαντικότερο είναι όμως ότι έχουν παρόμοιες συμπεριφορές και πρακτικές, ενώ είναι αναμφισβήτητο ότι η εξέλιξη των επιχειρήσεων είναι σε καθοριστικό βαθμό συνάρτηση ανταλλαγής πληροφοριών, γνώσεων και ιδιαίτερα άδηλων γνώσεων που είναι το αποτέλεσμα της ίδιας της συγκέντρωσης. Σχετικά όμως με το μέλλον του κλάδου στην περιοχή, διαφαίνεται ότι είναι αναγκαία η ολοκλήρωση της συγκρότησης ενός cluster με την ενεργοποίηση θεσμικών παρεμβάσεων που αφορούν την έρευνα σχετικά με νέες πρώτες ύλες και προϊόντα, την υλοποίηση ολοκληρωμένων προγραμμάτων αναδιαρθρώσεων καλλιεργειών, τη στήριξη των καινοτομιών σε επίπεδο επιχειρήσεων και, τέλος, τη λειτουργία του συστήματος εκπαίδευσης και του συστήματος κατάρτισης σε περιφερειακό επίπεδο, σύμφωνα με τις ανάγκες της συστάδας.
Δεν είναι εύκολο να ελεγχθεί η υπόθεση εργασίας σχετικά με την αύξηση της απασχόλησης σε συνδυασμό με την υλοποίηση μιας καινοτόμου πολιτικής σε επίπεδο συστάδας. Οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων που ρωτήθηκαν εκτιμούν πάντως ότι οι κατευθύνσεις τις οποίες προτείνουν θα έχουν θετικά αποτελέσματα για την απασχόληση, τόσο στον αγροτικό, όσο και στον μεταποιητικό τομέα. 
Οι επιχειρήσεις του ενδύματος στο νομό Θεσσαλονίκης
(Η ανάλυση που ακολουθεί βασίζεται εξ ολοκλήρου στη μελέτη του Λόη Λαμπριανίδη η οποία παρουσιάζεται στο Παράρτημα Α αυτού του τόμου)
α. Σχετικά με την εξέλιξη του κλάδου του ενδύματος πρέπει αρχικά να αναφερθεί ότι γνώρισε στο σύνολο της χώρας μια εντυπωσιακή μείωση της δυναμικότητάς του καθώς η απασχόληση μειώθηκε από τις 40.000 άτομα περίπου το 1990 σε 15.800 άτομα το 2001. Παράλληλα ο αριθμός των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα από 1180 σε 351. Αυτή η συρρίκνωση οφείλεται στην κρίση που γνώρισε ένα πρότυπο οργάνωσης των επιχειρήσεων το οποίο βασιζόταν στο φασόν, δηλαδή στην πραγματοποίηση της ραφής με σχέση υπεργολαβίας. 
Ο κύριος παράγοντας που επιτάχυνε αυτή την κρίση ήταν το άνοιγμα των χωρών των Βαλκανίων στην εγκατάσταση ελληνικών επιχειρήσεων οι οποίες αξιοποίησαν το φτηνό εργατικό κόστος. Απέναντι σε αυτή την τάση εκδηλώθηκαν δυο διαφορετικού τύπου αντιδράσεις οι οποίες δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν τις εξελίξεις. Η μία ήταν η προσπάθεια συγκράτησης του εργατικού κόστους στην Ελλάδα, και η άλλη ο εκσυγχρονισμός του μηχανολογικού εξοπλισμού. Η πρώτη αντίδραση είχε πολύ περιορισμένα αποτελέσματα, ενώ η δεύτερη δεν μπόρεσε να έχει υπολογίσιμα αποτελέσματα γιατί δεν έφθασε κατά κανόνα ως την πραγματοποίηση καινοτομιών στο επίπεδο των προϊόντων. 
Η μετακίνηση επιχειρήσεων του κλάδου του ενδύματος στα Βαλκάνια έθεσε εκ των πραγμάτων το ζήτημα του χαρακτήρα που θα πάρει στον κλάδο αυτό ο καταμερισμός εργασίας μεταξύ Β.Ελλάδας και βαλκανικών χωρών. Κατά τη δεκαετία του 90, εκτός της πλήρους μεταφοράς επιχειρήσεων προς τις γειτονικές χώρες, αναπτύχθηκε μια μεταφορά ενός μέρους μόνο των υπεργολαβιών που αναλάμβαναν οι ελληνικές επιχειρήσεις, σε μια προσπάθεια μείωσης του κόστους παραγωγής των επιχειρήσεων που συνέχιζαν να είναι υπεργολαβικές (τριγωνική βιομηχανία).
β. Σχετικά με τις καινοτομίες που είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν διαπιστώνεται ότι η ραφή έχει τελειώσει – πλην εξαιρέσεων για εξειδικευμένες εργασίες - , ότι η λύση της τριγωνικής βιομηχανίας δεν φαίνεται να έχει μέλλον, και ότι η μόνη διέξοδος που προβάλει είναι αυτή της μετατόπισης των δραστηριοτήτων προς τα πάνω στο πλαίσιο της αλυσίδας της αξίας. Εκτιμάται επίσης ότι αυτή η μετατόπιση αφορά και την κλωστοϋφαντουργία με αφετηρία την παραγωγή βαμβακιού υψηλής ποιότητας. 
Η μετατόπιση στην αλυσίδα της αξίας σημαίνει την  υλοποίηση καινοτομιών που αφορούν προϊόντα και διαδικασίες, και συνδέονται με τη χρήση της πληροφορικής, της μικροηλεκτρονικής και του βιομηχανικού σχεδιασμού. Οι επιχειρήσεις που θα κατορθώσουν να επιβιώσουν πρέπει να έχουν καλό σχέδιο, καινοτομικό προϊόν, οργανωμένο εμπορικό δίκτυο, πολύ καλά logistics, αλλά θα πραγματοποιούν και εισαγωγές από χώρες χαμηλού κόστους. 
γ. Η εμπειρία έχει δείξει ότι μπορεί να διαμορφωθεί ένα νέο πρότυπο καταμερισμού εργασίας μεταξύ Β.Ελλάδας και βαλκανικών χωρών, το οποίο μπορεί να οδηγήσει στη διατήρηση και μάλιστα την αύξηση της απασχόλησης στα τμήματα της αλυσίδας της αξίας που βρίσκονται από την ελληνική πλευρά των συνόρων. Το πρότυπο αυτό βασίζεται στη μεταφορά των εργασιών ραφής στις γειτονικές χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος και τη διατήρηση στην Ελλάδα των δραστηριοτήτων Ε&Α, σχεδιασμού και μάρκετινγκ.
Με βάση αυτή την εμπειρία μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι συνεργασίες επιχειρήσεων πρέπει πλέον να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο μιας διαβαλκανικής γεωγραφικής συσσωμάτωσης. Μια τέτοια προοπτική δεν σημαίνει μόνο ότι θα επιβιώσουν στην  Ελλάδα επιχειρήσεις με αναβαθμισμένες δραστηριότητες, αλλά και ότι θα αναπτυχθούν οι κατάλληλοι θεσμοί για να υλοποιηθεί αυτή η αναβάθμιση: εκπαιδευτικά ιδρύματα, ερευνητικά ιδρύματα, εταιρίες logistics, υποδομές κλπ. Υπάρχοντες οργανισμοί όπως το ΕΤΑΚΕΙ, το ΕΘΙΑΓΕ και το υποβαθμισμένο Ινστιτούτο Βάμβακος θα μπορούσαν να αναλάβουν σημαντικό ρόλο. Το ίδιο ισχύει και για το σύστημα κατάρτισης σε περιφερειακό επίπεδο.
δ. Η στήριξη των καινοτομιών σε επίπεδο επιχειρήσεων απαιτεί τις εξής παρεμβάσεις σύμφωνα με τον επιχειρηματικό φορέα του κλάδου:
Επιδότηση άυλων επενδύσεων: ενθάρρυνση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων (συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις), 
Ενίσχυση επιχειρήσεων για Ε&Α, σχεδιασμό προϊόντων, επαγγελματική κατάρτιση, επανασχεδιασμό διαδικασιών, δημιουργία δικτύων με παραγωγή στα Βαλκάνια,
Ενίσχυση της παραγωγής καινοτόμων προϊόντων, όπως βιολογικά νήμα, technical textiles, intelligent clothing, νέες βαφές.
ε. Οι υποθέσεις εργασίας
Από την ειδική μελέτη για τον κλάδο του ενδύματος στη Β.Ελλάδα, προκύπτει ότι για μικρό έστω αριθμό επιχειρήσεων, δεν είναι μόνο ορατή η αναβάθμιση της θέσης τους στην αλυσίδα της αξίας, αλλά και η πραγματοποίηση αυτής τη εξέλιξης σε συνδυασμό με μια νέου τύπου συσσωμάτωση στο επίπεδο των Βαλκανίων. Το κατά πόσο είναι εφικτή αυτή η εξέλιξη για το σύνολο του κλάδου, πρέπει να αξιολογηθεί σε συνάρτηση με την ποιότητα των πολιτικών που έχουν υλοποιηθεί ως τώρα για τη συγκρότηση μιας καινοτομικής στρατηγικής για τον κλάδο, αλλά και σε συνάρτηση με τις εναλλακτικές προοπτικές που υπάρχουν για την απασχόληση στην περιοχή. 
Το ότι υπάρχουν χαρακτηριστικά συστάδας στη σημερινή συγκέντρωση των επιχειρήσεων του ενδύματος στη Β.Ελλάδα, πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο, όπως και το γεγονός ότι πρόκειται για συνεργασίες διάχυτες και άδηλες, οι οποίες υπάρχουν πάντοτε σε τέτοιες συγκεντρώσεις. Η δημιουργία ευρύτερων συσσωματώσεων σε επίπεδο Βαλκανίων, απαιτεί αφενός την αλλαγή στρατηγικής σε ότι αφορά την ενίσχυση μιας συστάδας στον κλάδο του ενδύματος, και την ενίσχυση των θεσμών και ιδρυμάτων που πρέπει να στηρίξουν ένα τέτοιο προσανατολισμό και να αποτελέσουν μέρος της συστάδας.
Το παράδειγμα μιας επιχείρησης που κατόρθωσε να μεταφέρει τη ραφή στις γειτονικές χώρες και ταυτοχρόνως να διατηρήσει την απασχόληση από την ελληνική πλευρά, δεν αρκεί για να ισχυριστεί κανείς ότι είναι εύκολη η υλοποίηση πολιτικών που θα διατηρήσουν την απασχόληση στον κλάδο αυτό, ακόμη και στα μειωμένα σημερινά επίπεδα. Σημαντικό ερώτημα παραμένει κατά πόσο θα γίνει η προσπάθεια να αναζητηθούν αναπροσαρμογές, οι οποίες μπορούν να διαμορφώσουν πολιτικές αποδοτικές σε ότι αφορά την αύξηση της απασχόλησης.
Επιχειρήσεις παραγωγής λογισμικού στη Θεσσαλονίκη
α. Η αγορά λογισμικού ακολουθεί στην Ελλάδα μια ανοδική πορεία και αναμένεται να συνεχιστεί η μεγέθυνσή της τα επόμενα χρόνια. Εκτιμάται ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας βρίσκονται ήδη στο δεύτερο στάδιο υιοθέτησης ΤΠΕ και το 100% χρησιμοποιούν Η/Υ και διαδίκτυο, ενώ το 80% διαθέτουν ιστοσελίδα, ο δημόσιος τομέας, οι μικρές επιχειρήσεις και οι καταναλωτές βρίσκονται ακόμα πίσω: οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται στο πρώτο στάδιο υιοθέτησης ΤΠΕ, με 36% να χρησιμοποιεί Η/Υ και 20% το διαδίκτυο, και στον ελληνικό πληθυσμό ο βαθμός χρήσης Η/Υ φθάνει το 30% και του διαδικτύου το 19%.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος ως προς τη δυναμική της ανάπτυξής του είναι τα εξής: πρώτον, η χαμηλή εξωστρέφειά του, καθώς οι περισσότερες επιχειρήσεις παραμένουν προσκολλημένες στην εσωτερική ζήτηση και δεν έχουν στρατηγική διεθνοποίησης, που δεν θα αφορούσε μόνο τη διείσδυση σε εξωτερικές αγορές, αλλά κυρίως την προσφορά προϊόντων με διεθνώς ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά. Δεύτερον, η μεγάλη εξάρτηση από τις χρηματοδοτήσεις του ΚΠΣ. Τρίτον, το χαμηλό επίπεδο πληροφοριακής κουλτούρας στην ελληνική κοινωνία, Και τέταρτο, το χαμηλό επίπεδο της εσωτερικής έρευνας και ανάπτυξης στις επιχειρήσεις.
Στο επίπεδο της συνολικής στρατηγικής του κλάδου διαφαίνεται ότι τίθεται το ζήτημα της επιλογής ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικές μεταξύ τους κατευθύνσεις. Από τη μία μεριά υπάρχει η στρατηγική της δημιουργίας επιχειρήσεων που προσαρμόζουν λογισμικά μεγάλων διεθνών επιχειρήσεων στις απαιτήσεις της ελληνικής ζήτησης, και από την άλλη η στρατηγική που βασιζόμενη στην ικανοποίηση εσωτερικών αναγκών σε μια πρώτη φάση επιδιώκει να προσφέρει στον κλάδο δυνατότητες επέκτασης στις διεθνείς αγορές.
β. Από τον προηγούμενο κύκλο συνεντεύξεων με εκπροσώπους επιχειρήσεων του κλάδου (Π.Λινάρδος-Ρυλμόν, 2005), είχαν προκύψει τα εξής συμπεράσματα σχετικά με τη στρατηγική που εκ των πραγμάτων υλοποιείται:
Δεν έχει συγκροτηθεί από την πλευρά της ζήτησης μια στρατηγική εισαγωγής των ΤΠΕ τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Τα προβλήματα απορρόφησης των κονδυλίων του Γ’ΚΠΣ δεν φαίνεται να επιλύονται, καθώς τόσο από την πλευρά του επιχειρηματικού τομέα, όσο και από την πλευρά του κράτους δεν υπάρχει συστηματική αξιολόγηση της υπάρχουσας προσέγγισης, ούτε επεξεργασία εναλλακτικών προτάσεων.
Ο σημερινός και ο μελλοντικός δυναμισμός του κλάδου, οδηγεί ταυτοχρόνως στην αύξηση της ενδογενούς παραγωγής και στην αύξηση των εισαγωγών. Ενώ φαίνεται να συνυπάρχει η προσαρμογή εισαγόμενου λογισμικού με την υποκατάσταση εισαγωγών. 
Η εξωστρέφεια και η κατάκτηση αγορών σε διεθνές επίπεδο είναι εφικτοί στόχοι, από τη στιγμή που η ανταπόκριση σε εξειδικευμένες ανάγκες οδηγεί σε υψηλού επιπέδου προϊόντα. Επίσης, η ένταξη στη διεθνή αγορά αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα που ευνοεί την καινοτομική δραστηριότητα.
Το κύριο ζητούμενο για την εκπαίδευση και την έρευνα είναι η «παραγωγή» επιστημονικού δυναμικού υψηλού επιπέδου, που μπορεί να εργαστεί τόσο στα ερευνητικά ιδρύματα, όσο και στα οργανωμένα τμήματα έρευνας και ανάπτυξης, ή τις μικρές καινοτομικές εταιρίες. Χρειάζεται επίσης να ανταποκρίνεται το εκπαιδευτικό σύστημα στις ανάγκες για υψηλού επιπέδου ειδικότητες τις οποίες χρειάζεται ο κλάδος. Το ανθρώπινο δυναμικό του κλάδου πρέπει να μην αποτελείται πλέον από ένα μεγάλο αριθμό αυτοδίδακτων.
Η ανάπτυξη της χρήσης και της παραγωγής λογισμικού προϋποθέτει την προσφορά άλλων υπηρεσιών όπως η εξειδικευμένη εκπαίδευση και η εξασφάλιση της έγκαιρης πληροφόρησης των στελεχών και των επιχειρηματιών.
γ. Από τις συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτής της μελέτης, προκύπτουν τα εξής:
Θεωρείται αναγκαίο να χρηματοδοτούνται οι δαπάνες Προσωπικού, γιατί το πάγιο αίτημα των επιχειρήσεων παραγωγής λογισμικού, είναι η παγιοποίηση των δαπανών εργασίας. Αυτό βασίζεται στο ότι η παραγωγή του προϊόντος αυτών των επιχειρήσεων είναι καθαρό αποτέλεσμα της ειδικευμένης εργασίας και για το λόγο αυτό η ανθρωποώρα θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί και να παγιοποιηθεί. Αυτή η επιδότηση πρέπει να δοθεί  ανεξάρτητα από το τελικό παραγόμενο προϊόν, με βάση τον αριθμό απασχολουμένων.
Επίσης να χρημοτοδοτούνται οι δαπάνες έρευνας με έναν τρόπο που να είναι καθαρά στοχευμένος στην έρευνα και όχι να συμπεριλαμβάνεται σε μια μικτή κατηγορία που να αφορά παράλληλα επενδύσεις σε εξοπλισμό, μηχανές και κτίρια. Αυτό γιατί η καινοτομία και η έρευνα στις επιχειρήσεις του λογισμικού  αφορά την  ανάπτυξη ενός προϊόντος το οποίο μπορεί να μην καταλήξει στην παραγωγή ενός νέου λογισμικού, αλλά σίγουρα μπορεί να αποτελέσει μέρος μιας αποκτημένης γνώσης πάνω στην εφαρμογή των νέων τεχνολογιών. Αναδεικνύεται λοιπόν ότι πρέπει να υπάρξει επιλογή των κλάδων σε περιοχές στόχους και να δοθούν κίνητρα ανάπτυξης τα οποία θα αφορούν κλαδικές πολιτικές μέσα από ενισχύσεις αναγκαίες για τους κλάδους στόχους. Επίσης δεν μπορεί η χρηματοδότηση να συνδέεται αποκλειστικά με το παραγόμενο αποτέλεσμα, αλλά με την διαδικασία παραγωγής.
Θα πρέπει επίσης να υπάρξει η χρηματοδότηση των διαδικασιών προώθησης του προϊόντος  προκειμένου να αναπτύξει νέες αγορές  και να δημιουργήσει ο κλάδος εξωστρέφεια. Την παρούσα στιγμή ακόμα και με δική της χρηματοδότηση η επιχείρηση δεν μπορεί εύκολα να προωθήσει το προϊόν της διότι υπάρχει δυσκολία  ένταξης αυτών των δαπανών εξαιτίας του ισχύοντος  λογιστικού σχεδίου. Άρα ενώ η σύμφωνη γνώμη όλων είναι η επιδότηση αυτών των διαδικασιών, δεν καλύπτεται η συμμετοχή των επιχειρήσεων σε εκθέσεις με ιδίους πόρους.
Υπάρχει μια έλλειψη κάλυψης όσο αφορά τις νέες ειδικότητες που έχουν να κάνουν με την νέα τεχνολογία στον κλάδο. Οι ειδικότητες αυτές δεν υπάρχουν στα Πανεπιστήμια  γιατί δεν έχουν συσταθεί οι μηχανισμοί παρακολούθησης της αγοράς, προκειμένου η παρεχόμενη εκπαίδευση να προηγείται της ζήτησης ειδικοτήτων. Οι επιχειρήσεις λύνουν το πρόβλημα πραγματοποιώντας εκπαιδευτικά προγράμματα με δική τους εξ ολοκλήρου χρηματοδότηση. Οι  υπάρχουσες χρηματοδοτήσεις μέσα από τον αναπτυξιακό νόμο, δεν χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις γιατί θέτουν πολλές δικλίδες και δυσχεραίνουν την συμμετοχή   των επιχειρήσεων. Αλλά και γιατί στην αγορά δεν πραγματοποιούνται τα αντίστοιχα προγράμματα μιας και οι εκπαιδευτές που στελεχώνουν τα Κέντρα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης  δεν έχουν την απαιτούμενη εκπαίδευση. Η παρακολούθηση λοιπόν της κύριας ζήτησης ειδικοτήτων που προκύπτει μέσω από την γρήγορη εξέλιξη της αγοράς λογισμικού δεν γίνεται από τους φορείς εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης με αποτέλεσμα να παρέχονται εκπαιδευτικά προγράμματα ήδη παρωχημένα. Επίσης τα προγράμματα εκπαίδευσης αφορούν χαμηλότερα στελέχη τα οποία δεν μπορούν να απασχοληθούν με την έρευνα και ανάπτυξη.
Προτάσεις που προκύπτουν επίσης από τις συνεντεύξεις:
Υπάρχει μια συμμετοχή του ΣΕΠΒΕ σε ένα Ευρωπαϊκό πρόγραμμα μετακίνησης ειδικοτήτων εξειδικευμένου προσωπικού σε νέες ειδικεύσεις. Για παράδειγμα πως ένας δημοσιογράφος  θα απασχοληθεί στην διαχείριση ενός portal. Θα μπορούσε αυτό να εφαρμοστεί και να χρηματοδοτηθεί μέσα από μια νέα οπτική και πιλοτική εφαρμογή για τον κλάδο.
Υπάρχει αναγκαιότητα δημιουργίας κρατικών μηχανισμών που να παρακολουθούν την αγορά και να βοηθούν και να ενημερώνουν  τις επιχειρήσεις, οι οποίοι δεν θα φέρουν τα χαρακτηριστικά ενός δυσκίνητου γραφειοκρατικού μηχανισμού.

Επίσης θα μπορούσε να αναλάβουν ρόλο οι ενώσεις επιχειρήσεων και εργαζομένων μέσα από μια συνεργασία κοινών δράσεων ακόμα και ως προς την οργάνωση ενός Κέντρου προώθησης για την διάχυση της Πληροφορικής στην Κοινωνία όσο αφορά την περιοχή της Βόρειας Ελλάδας.  Προκειμένου να γίνει γνωστό πως οι επιχειρήσεις μπορούν να βοηθηθούν από την πληροφορική σε σχέση με την βελτίωση της επιχειρηματικότητας και όχι μόνο μέσω της χρήσης ενός συγκεκριμένου λογισμικού.
δ. Οι υποθέσεις εργασίας
Ο κλάδος παραγωγής λογισμικού εμφανίζει έναν αναμφισβήτητο δυναμισμό, ο οποίος έχει ήδη οδηγήσει σε συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο αυτός ο δυναμισμός μπορεί να ενισχυθεί και να οδηγηθεί σε περισσότερο εξωστρεφείς δραστηριότητες, ανταγωνιστικές στη διεθνή αγορά, και επομένως να συμβάλει ακόμη περισσότερο στην αύξηση της απασχόλησης σε εθνικό επίπεδο και ειδικότερα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Αυτό που χαρακτηρίζει σήμερα την εξέλιξη του κλάδου είναι η αβεβαιότητα ως προς τον ζητούμενο προσανατολισμό και τους στόχους επομένως των όποιων πολιτικών επιδιώκουν να τον ενισχύσουν. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μια στρατηγική συνεργασίας και δικτύωσης με μεγάλες διεθνείς εταιρίες και σε μια στρατηγική ανάπτυξης καινοτομιών και δημιουργίας εξωστρεφών και διεθνώς ανταγωνιστικών ελληνικών επιχειρήσεων.
Η ανάγκη να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις παραγωγής λογισμικού στη Θεσσαλονίκη ως συστάδα, είναι ένας στόχος του ΣΕΠΒΕ ο οποίος έχει ξεκινήσει τη δημιουργία της Τεχνόπολης, όπου επιδιώκεται να συγκεντρωθούν αυτές οι δραστηριότητες. Ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία για το ότι η συγκέντρωση των επιχειρήσεων αποτελεί έναν παράγοντα ανάπτυξης και διάδοσης των καινοτομιών, ο βαθμός αξιοποίησης αυτού του πλεονεκτήματος είναι συνάρτηση ενός μεγάλου φάσματος πολιτικών. Όπως επισημαίνουν οι εκπρόσωποι του κλάδου, σημαντικό ρόλο θα παίξουν οι παρεμβάσεις σχετικά με τη ζήτηση προϊόντων λογισμικού, από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και η στήριξη της έρευνας, εντός και εκτός επιχειρήσεων, η υποστήριξη των καινοτόμων επιχειρήσεων και η εξασφάλιση του αναγκαίου επιστημονικού και εργατικού δυναμικού.
Σε ότι αφορά την απασχόληση, θεωρείται βέβαιο ότι θα υπάρξει αύξηση στο μέλλον από ποσοτική άποψη, αλλά σχετικά με την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, φαίνεται να υπάρχουν πολύ διαφορετικές δυνατότητες. Η ικανοποίηση των αιτημάτων του φορέα του κλάδου σχετικά με την έρευνα και την εκπαίδευση, θα διαμόρφωνε μια κατάσταση πολύ διαφορετική από τη σημερινή, που θα επέτρεπε την ανάπτυξη καινοτομιών και οικονομικών δραστηριοτήτων σε ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο από το σημερινό.
Οι επιχειρήσεις logistics
(Τα στοιχεία και συμπεράσματα που ακολουθούν προέρχονται από την έκθεση η οποία παρουσιάζεται στο Παράρτημα Β αυτού του τόμου)
α. Η διάδοση σε παγκόσμιο επίπεδο των νέων παραγωγικών πρακτικών οδηγεί στη ριζική αναδιάρθρωση των υπηρεσιών μεταφοράς και αποθήκευσης, και στην ανάπτυξη ενός συνόλου υπηρεσιών έντασης γνώσης. Παρατηρείται επίσης μια σταδιακή διείσδυση των υπηρεσιών της εφοδιαστικής αλυσίδας στην παραγωγική διαδικασία. Έχουμε δηλαδή ένα νέο τομέα δραστηριοτήτων ο οποίος δημιουργεί νέες ανάγκες για ανθρώπινο δυναμικό. 
β. Οι καινοτομίες που χρησιμοποιούνται στις νέες αυτές διαδικασίες αφορούν ψηφιακά συστήματα που υποστηρίζουν την αποτελεσματική διαχείριση υλικών και άϋλων ροών:
Τεχνολογίες για τη διαχείριση των ροών προς και από τις σύγχρονες αποθηκευτικές μονάδες (προγράμματα διαχείρισης αποθηκών, τεχνολογίες αναγνώρισης και κτήσης δεδομένων),
Τεχνολογίες διαχείρισης μεταφορών με αντικείμενο τη δυνατότητα εντοπισμού της γεωγραφικής θέσης των οχημάτων σε πραγματικό χρόνο,
Τεχνολογίες διαχείρισης τερματικών
Διαπιστώνεται ότι η πλειονότητα των τεχνολογικών καινοτομιών εισάγεται από το εξωτερικό, γεγονός που υποδηλώνει την αδυναμία του εγχώριου συστήματος Ε&Α.
γ. Σημαντική επίπτωση της ανάπτυξης των δραστηριοτήτων logistics είναι η δημιουργία νέων αναγκών στο επίπεδο των ειδικοτήτων και δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού. Οι νέες αυτές ανάγκες αφορούν κατά κύριο λόγο το εργατικό δυναμικό, καθώς η κάλυψη των θέσεων διοικητικής και στελεχικής φύσης κρίνεται σχετικά ικανοποιητική. Δεν υπάρχει προσαρμογή του συστήματος επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης στις νέες ανάγκες.
δ. Σχετικά με την υποστήριξη των δραστηριοτήτων logistics γίνονται οι εξής διαπιστώσεις:
Δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο για τις δραστηριότητες της εφοδιαστικής αλυσίδας και το γεγονός αυτό αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την ορθολογική και βιώσιμη ανάπτυξη του κλάδου. Δεν καθορίζονται, μεταξύ άλλων, σαφή κριτήρια για τη διασφάλιση της ποιότητας των υπηρεσιών logistics.
Μια πρώτη αναγνώριση των δραστηριοτήτων εφοδιαστικής αλυσίδας υπάρχει στον αναπτυξιακό νόμο 3299/04.
Δεν έχουν αναπτυχθεί διαδικασίες και υπηρεσίες εφοδιαστικής αλυσίδας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Δεν υπάρχει στατιστική ταξινόμηση των υπηρεσιών logistics.
Από τις συνεντεύξεις με τους φορείς του κλάδου προέκυψαν οι παρακάτω προτάσεις για την ουσιαστική στήριξη των δραστηριοτήτων αυτών:
Θεσμική αναγνώριση και άσκηση ολοκληρωμένης εθνικής πολιτικής για τις υπηρεσίες και διαδικασίες εφοδιαστικής αλυσίδας.
Αλλαγές στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο στις μεταφορές.
Ολοκλήρωση των υποδομών για τις μεταφορές (Εγνατία, Λιμάνια, Εμπορευματικοί Σταθμοί και Διαμετακομιστικά Κέντρα, Αναβάθμιση και Αξιοποίηση Σιδηροδρόμου)
Προώθηση όλων των μορφών τεχνολογικής και οργανωτικής καινοτομίας στο σύνολο των δραστηριοτήτων εφοδιαστικής αλυσίδας.
Ενίσχυση και πιστοποίηση των δεξιοτήτων και γνώσεων του ανθρώπινου δυναμικού (στελεχικό/διοικητικό προσωπικό και εργατικό δυναμικό) και προσαρμογή του συστήματος εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης στις αυξημένες απαιτήσεις των σύγχρονων υπηρεσιών logistics. 
Πρέπει επίσης να αναφερθεί η επιθυμία των φορέων του κλάδου να δημιουργηθεί ένας δημόσιος φορέας με αντικείμενο την υποστήριξη των υπηρεσιών και διαδικασιών της εφοδιαστικής αλυσίδας με τη συμμετοχή των Υπουργείων Ανάπτυξης, Μεταφορών και Επικοινωνιών και Εμπορικής Ναυτιλίας. 
ε. Οι υποθέσεις εργασίας
Δεν φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία σχετικά με τη δυναμική ανάπτυξης του κλάδου των logistics κατά την χρονική περίοδο που βρίσκεται μπροστά μας. Πρόκειται για δραστηριότητες που σε όλους τους τομείς αποτελούν προϋπόθεση για την ανάπτυξη της οικονομίας της γνώσης. Αναδεικνύονται ως βασικό εργαλείο προώθησης των ευρύτερων παραγωγικών και ανταγωνιστικών πρακτικών του λεγόμενου «νέου παραγωγικού υποδείγματος». Το γεγονός αυτό αιτιολογεί εν μέρει τη ραγδαία ανάπτυξη των logistics σε διεθνές επίπεδο καθώς και τις ευρύτερες τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες που χαρακτηρίζουν τον συγκεκριμένο κλάδο. Η ανάπτυξη αυτών των δραστηριοτήτων σε επίπεδο οικονομίας ή σε επίπεδο μεμονωμένων επιχειρήσεων δημιουργεί πρόσθετες θέσεις εργασίας, που στο εσωτερικό των επιχειρήσεων συγκεντρώνονται σε ειδικά τμήματα. 
Στην περίπτωση αυτού του κλάδου δραστηριότητας δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι έχουν δημιουργηθεί συστάδες επιχειρήσεων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με συστήματα καινοτομίας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται ή θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται, θεσμοί, ιδρύματα, υπηρεσίες άσκησης πολιτικής και επιχειρήσεις. Οι προτάσεις των επιχειρηματικών φορέων του κλάδου, συνθέτουν στην πραγματικότητα μια πρόταση για ένα ολοκληρωμένο σύστημα καινοτομίας, το οποίο να περιλαμβάνει θεσμούς σχεδιασμού και διακυβέρνησης, συνεργασία με το εκπαιδευτικό σύστημα και με τα ερευνητικά ιδρύματα, και συντονισμό με πολιτικές υποδομών. 
Β.  Συμπεράσματα
α) Χρειάζεται να υιοθετηθεί μια καινοτομική στρατηγική για τη δημιουργία συστάδων, αλλά είναι μεγάλη η αβεβαιότητα ως προς την μελλοντική εξέλιξη
- Στον κλάδο του ενδύματος διαφαίνεται η προοπτική της μετεξέλιξης μιας προ-συστάδας στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, σε συστάδα επιχειρήσεων η οποία όμως θα πρέπει να διευρυνθεί γεωγραφικά και να αποτελέσει μια “διαβαλκανική γεωγραφική συσσωμάτωση”. Μια τέτοια πιθανή εξέλιξη θα σημαίνει οτι σε συνδυασμό με τη μεταφορά δραστηριοτήτων ραφής σε γειτονικές χώρες, θα αναπτυχθούν στην  ελληνική πλευρά δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Παρά το γεγονός οτι καταγράφονται περιπτώσεις επιχειρήσεων που έχουν υλοποιήσει ένα τέτοιο σενάριο, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει μια γενικευμένη εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση και είναι φυσικά αβέβαιες οι προοπτικές της απασχόλησης.
- Στον κλάδο της κονσερβοποιϊας ροδακίνων και φρούτων, διαφαίνονται δυνατότητες ενίσχυσης της δυναμικής του κλάδου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Οι επιχειρήσεις έχουν στην πλειοψηφία τους πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα στους τομείς της ολοκληρωμένης οργάνωσης της παραγωγής και του ποιοτικού ελέγχου, αλλά θα έπρεπε να υιοθετήσουν πολιτικές ανανέωσης των πρώτων υλών και των προϊόντων τους, οι οποίες - σύμφωνα με τις ίδιες τις επιχειρήσεις - αποτελούν προϋπόθεση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητα, όπως και για την ενίσχυση της απασχόλησης που δημιουργούνται με αυτές τις δραστηριότητες.
- Στον κλάδο της παραγωγής λογισμικού, παρά το γεγονός οτι η απασχόληση αυξάνεται, υπάρχει μια αβεβαιότητα σε σχέση με τις στρατηγικές οι οποίες θα κυριαρχήσουν. Οι επιχειρήσεις του κλάδου στο Νομό Θεσσαλονίκης, εκτιμούν οτι είναι δυνατόν να επιλεγούν μέτρα και πολιτικές που θα οδηγήσουν στη δημιουργία μια συστάδας, και επομένως σε περισσότερο δυναμικές καινοτομικές στρατηγικές. 
- Στον κλάδο της εφοδιαστικής δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις να ζητηθεί το ζήτημα της δημιουργίας συστάδας επιχειρήσεων στην Αττική ή αλλού. Πάντως πρόκειται για έναν κλάδο οποίος αποτελεί συστατικό πολλών καινοτομικών στρατηγικών και ακόμη περισσότερο των καινοτομικών στρατηγικών που αφορούν τοπικές ή περιφερειακές συγκεντρώσεις επιχειρήσεων. 
β) Η αβεβαιότητα είναι συνάρτηση της απουσίας των κατάλληλων εργαλείων μιας καινοτομικής στρατηγικής
- Στον κλάδο του ενδύματος διαπιστώνονται καταρχάς προβλήματα σε οτι αφορά το ανθρώπινο δυναμικό καθώς δεν προσφέρονται οι ειδικότητες που χρειάζεται η αναβάθμιση της αλυσίδας αξίας, αλλά υπάρχουν συστηματικές παρεμβάσεις στους τομείς της έρευνας και ανάπτυξης, της καινοτομίες σε επίπεδο προϊόντων και πρώτων υλών, αλλά και της υποστήριξης των διαφόρων κατηγοριών άυλων επενδύσεων.
- Στην παραγωγή κονσερβών του Νομού Ημαθίας, συναντώνται παρόμοια προβλήματα ανθρώπινου δυναμικού, με σοβαρές ελλείψεις ειδικοτήτων, ενώ οι πολιτικές για την έρευνα στον αγροτικό τομέα δεν έχουν ασχοληθεί συστηματικά με τις μακροχρόνιες παραγωγικές προοπτικές του κλάδου. Το ζήτημα των άυλων επενδύσεων είναι επίσης έντονο καθώς είναι αναγκαίο να υποστηριχθούν τόσο οι δραστηριότητες Ε&Α των επιχειρήσεων, όσο και οι δραστηριότητες προώθησης των προϊόντων στις διεθνείς, αλλά και την εσωτερική αγορά.
- Στον κλάδο παραγωγής λογισμικού προβάλλεται ως σημαντικό θέμα σχετικά με την καινοτομική στρατηγική, η υποστήριξη των άυλων επενδύσεων και των επενδύσεων σε ανθρώπινο δυναμικό. Αναφέρεται επίσης από τις επιχειρήσεις του κλάδου το πρόβλημα της χρηματοδότησης της έρευνας, αλλά και οι δυσκολίες που υπάρχουν σχετικά με την εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού.
- Στον κλάδο της εφοδιαστικής διαπιστώνονται επίσης προβλήματα εκπαίδευσης και πιστοποίησης νέων ειδικοτήτων. Τα αιτήματα του κλάδου αφορούν επίσης την ολοκληρωμένη προσέγγιση της ανάπτυξης των δραστηριοτήτων εφοδιαστικής, με τη δημιουργία των κατάλληλων υποδομών και την υποστήριξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
γ) Είναι αναγκαία η ανασυγκρότηση των δημοσίων πολιτικών
Ανθρώπινο δυναμικό:
Διαπιστώνεται από τις αναλύσεις των παραπάνω περιφερειακών συγκεντρώσεων, αλλά και από πολυάριθμες μελέτες σε κλαδικό επίπεδο, οτι το πρόβλημα της ανταπόκρισης του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος κατάρτισης στις ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό των καινοτομικών στρατηγικών, είναι γενικευμένο και σοβαρό. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει δημόσιο πολιτική, ούτε τα μέσα για την εξειδίκευσή της κατά τομέα και κλάδο οικονομικής δραστηριότητας.
Έρευνα και Ανάπτυξη:
Από όλες τις πλευρές προκύπτει οτι η ερευνητική πολιτική πρέπει να συγκροτηθεί από δύο απόψεις. Να αποκτήσουν στρατηγική και στόχους η δημόσια πολιτική έρευνας και επομένως τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα, αλλά και να ικανοποιηθούν οι ανάγκες χρηματοδότησης και υποστήριξης των δραστηριοτήτων Ε&Α σε επίπεδο επιχειρήσεων.
Επιχορηγήσεις:
Είναι γενικευμένο το αίτημα της επέκτασης των κρατικών επιχορηγήσεων στις λεγόμενες άυλες επενδύσεις.
Δομές στήριξης:
Η υλοποίηση καινοτομικών στρατηγικών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, οι οποίες αφορούν κατά κανόνα μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που πρέπει σε μεγάλο βαθμό να αναθεωρήσουν τον προσανατολισμό τους, δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη δημιουργία αποτελεσματικών δομών στήριξης των επιχειρήσεων.
Γ. Προτάσεις
Ο ρόλος της ζήτησης
Για όλες τις συστάδες που εξετάστηκαν, αποτελεί ισχυρό παράγοντα ενίσχυσης της δραστηριότητας των επιχειρήσεων, η αύξηση της ζήτησης. Η διαπίστωση αυτή δεν αναφέρεται για να προταθούν ειδικά μέτρα τόνωσης της ζήτησης, αλλά κυρίως για να επισημανθούν οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ κλάδων δραστηριότητας, και ειδικότερα η επίπτωση που έχει για την καινοτομική διαδικασία, αυτή η αλληλεπίδραση. 
Σε ότι αφορά την παραγωγή λογισμικού, είναι εμφανής η επιβραδυντική επίδραση που έχει για την εξέλιξη του κλάδου, η καθυστέρηση της εισαγωγής της πληροφορικής στον δημόσιο τομέα και η τεχνολογική υστέρηση ενός μεγάλου μέρους των ΜΜΕ. Ανάλογη επίδραση έχει και για τις δραστηριότητες εφοδιαστικής, η καθυστέρηση της μετάβασης προς την οικονομία της γνώσης, ενός μεγάλου μέρους των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Σχετικά με τον κλάδο του ενδύματος, διαπιστώνεται ότι οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σήμερα στην αιχμή της ανταγωνιστικότητας, είναι κυρίως αυτές οι οποίες είχαν ως προσανατολισμό την εγχώρια αγορά, όπου δοκίμασαν την ανταγωνιστικότητά τους, και επιδιώκουν τώρα να κάνουν το βήμα προς την ευρωπαϊκή αγορά. Για τις επιχειρήσεις κονσερβοποιίας που εξετάζουμε, η παραδοσιακή εξωστρέφεια έχει οδηγήσει σε χαλάρωση της σχέσης με την εγχώρια αγορά και τώρα πλέον σε προσπάθειες επανασύνδεσης μαζί της.
Ο ρόλος της προσφοράς
Οι καινοτομίες που μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες για αξιοποίηση των αγορών με προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας δεν είναι μόνο τεχνολογικές. Ανάλογα με τους κλάδους αφορούν επίσης τον σχεδιασμό των προϊόντων, τις οργανωτικές δομές και τις συνεργασίες, όπως και την οργάνωση της εργασίας και τις γνώσεις των εργαζομένων.
Στον κλάδο της παραγωγής λογισμικού, η εισαγωγή καινοτομιών κυμαίνεται από την αξιοποίηση για τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς διαθέσιμων προϊόντων λογισμικού (κάτι που φαίνεται να ισχύει επίσης για την εφοδιαστική), ως την παραγωγή νέων προϊόντων λογισμικού ή και νέων μηχανημάτων, λόγω σοβαρών επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη, με την απασχόληση του κατάλληλου προσωπικού και λόγω της αξιοποίησης διεθνών δικτύων συνεργασιών και πωλήσεων. 
Στον κλάδο του ενδύματος είναι επίσης αναγκαίο να συνδυαστούν καινοτομίες στην τεχνολογία και τον σχεδιασμό, με τη διαμόρφωση δικτύων στο εξωτερικό όταν πρόκειται για εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Το γεγονός ότι η καινοτομική διαδικασία αφορά ένα δίκτυο δραστηριοτήτων και όχι απλά μια μονάδα παραγωγής, διαπιστώνεται και σε σχέση με τις επιχειρήσεις μεταποίησης τροφίμων που επιδιώκουν να ανανεώσουν τα προϊόντα τους. 
Το συμπέρασμα δεν είναι μόνο ότι υλικές και άϋλες επενδύσεις έχουν παράλληλους ρόλους, αλλά και ότι όλες οι δαπάνες για δραστηριότητες εντάσεως γνώσης, οι οποίες συνθέτουν το δίκτυο, έχουν τη σημασία τους για την καινοτομική διαδικασία. 
Η υποστήριξη των συστάδων
Η διαμόρφωση των συστάδων δεν αφορά μόνο τη συγκέντρωση και συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων, ούτε τις τυπικές ή άτυπες ανταλλαγές πληροφοριών και γνώσεων. Οι συστάδες περιλαμβάνουν εκτός από τις επιχειρήσεις, ένα σύνολο ιδρυμάτων, φορέων, ή υπηρεσιών που με διάφορους τρόπους ενισχύουν την ικανότητα των επιχειρήσεων να υιοθετούν καινοτομίες. Επομένως, το ζήτημα της υποστήριξης της καινοτομικής δυναμικής των συστάδων, μπορούμε να πούμε ότι τίθεται στα εξής επίπεδα:
Οικονομική ενίσχυση των καινοτομιών στο επίπεδο των μεμονωμένων επιχειρήσεων
Δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος με την επένδυση σε δραστηριότητες εκτός της επιχείρησης
Υποστήριξη συγκεκριμένων συνεργασιών μεταξύ επιχειρήσεων, ή επιχειρήσεων και ιδρυμάτων, φορέων, ή υπηρεσιών
Η οικοδόμηση της πολιτικής υποστήριξης των συστάδων
Α. Εισαγωγή
Η καινοτομία στις επιχειρήσεις και τους άλλους οικονομικούς οργανισμούς, είναι μια διαδικασία σύνθετη, συλλογική, κατά την οποία συνεργάζονται οι επιχειρήσεις, με τις υπηρεσίες του κράτους, της αυτοδιοίκησης ή των επιχειρηματικών φορέων, τους αντιπροσωπευτικούς φορείς και τα ερευνητικά και πανεπιστημιακά ιδρύματα. Οι συστάδες δραστηριοτήτων αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων συνεργασιών, αλλά δεν είναι οι μόνες περιπτώσεις όπου αναδεικνύεται ο συλλογικός χαρακτήρας της καινοτομικής διαδικασίας.
Η ουσία της καινοτομικής διαδικασίας είναι η συνύπαρξη της παραγωγής, μεταβίβασης και αξιοποίησης νέας γνώσης, που σε αρκετές περιπτώσεις είναι μια διαδικασία η οποία πραγματοποιείται μέσω άρητων σχέσεων, ή μεμονωμένων συναλλαγών. Όταν όμως υιοθετούνται ολοκληρωμένες προσεγγίσεις σε περιφερειακό ή κλαδικό επίπεδο, αναδεικνύεται πολύ γρήγορα η σημασία των πολιτικών αποφάσεων, για την επεξεργασία στόχων, τον προγραμματισμό δραστηριοτήτων και τη συνεργασία επιχειρήσεων, φορέων, υπηρεσιών και ιδρυμάτων. 
Οι πολιτικές που επιδιώκουν να υποστηρίξουν την καινοτομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων, χρειάζονται επομένως την ενεργό συμμετοχή του δημόσιου τομέα της οικονομίας, αλλά επίσης τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για την υιοθέτηση αποφάσεων και την υλοποίηση πολιτικών, που επιδιώκουν να κατευθύνουν συστάδες δραστηριοτήτων ή και περιφερειακές οικονομίες, προς αναπτυξιακές διαδικασίες με ανανεωτικό χαρακτήρα, των οποίων οι στόχοι είναι συγχρόνως οικονομικοί και κοινωνικοί.
Αυτό το πλέγμα συνεργασιών επιτρέπει ταυτοχρόνως τη λήψη στρατηγικών αποφάσεων με συλλογικό τρόπο, αλλά και τον προσδιορισμό των εξειδικευμένων δραστηριοτήτων που πρέπει να αναλάβει ο κάθε συντελεστής της καινοτομικής στρατηγικής. Αυτός είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να ανοίξει μια συζήτηση για τα χαρακτηριστικά των επιμέρους πολιτικών και την χρηματοδότησή τους, και να προετοιμαστεί το έδαφος για την αξιολόγηση αυτών των πολιτικών και την τροποποίησή τους μετά κάθε προγραμματική περίοδο.
Β. Οι πλευρές της καινοτομικής διαδικασίας
α) Η υιοθέτηση καινοτομιών από τις επιχειρήσεις είναι προϊόν της εισροής σε αυτές νέας γνώσης, η οποία παράγεται κατά κανόνα έξω από αυτές. Η νέα γνώση πρέπει επιπλέον να μεταβιβαστεί με κάποιο τρόπο στις επιχειρήσεις και να ενσωματωθεί σε αυτές.
Τομείς γνώσεων που αφορούν τις καινοτομίες είναι η τεχνολογία, η αγορά και η παραγωγή νέων προϊόντων, η οργάνωση των επιχειρήσεων και των συνεργασιών, και η εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού. Σε όλους αυτούς τους τομείς εμφανίζονται αναγκαστικά οι λειτουργίες της παραγωγής, μεταβίβασης και ενσωμάτωσης της νέας γνώσης, που είναι το αντικείμενο της δραστηριότητας συντελεστών οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι (πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα), είναι αντιπροσωπευτικοί κοινωνικοί φορείς (τοπική αυτοδιοίκηση και συνδικαλιστικές οργανώσεις μισθωτών, αυτοαπασχολουμένων και εργοδοτών), ή είναι φορείς άσκησης πολιτικής που έχουν δημόσιο χαρακτήρα (ΟΑΕΔ), ή ελέγχονται από επιχειρηματικές οργανώσεις. 
β) Η ανάληψη και ο συντονισμός όλων αυτών των λειτουργιών από πολλούς διαφορετικούς φορείς απαιτούν μια μορφή οργάνωσης η οποία μπορεί σε γενικές γραμμές να έχει εναλλακτικά τα εξής χαρακτηριστικά:
Η κυριαρχία μιας μεγάλης επιχείρησης ή ενός μικρού αριθμού μεγάλων επιχειρήσεων σε έναν κλάδο ή μια περιοχή, που διαμορφώνει συνθήκες προσανατολισμού των λειτουργιών των υπόλοιπων συντελεστών προς όφελος των κυρίαρχων επιχειρήσεων, ανεξάρτητα αν το σύνολο της δραστηριότητας των υπόλοιπων συντελεστών υπηρετεί την ανάπτυξη του κλάδου ή της περιοχής συνολικά.
Η συγκρότηση άτυπων ή ευκαιριακών συνεργασιών μεταξύ επιχειρήσεων και υπόλοιπων συντελεστών, χωρίς όμως να έχουν κατά κανόνα αυτές οι συνεργασίες έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα σε κλαδικό ή τοπικό επίπεδο.
Η συγκρότηση ενός ενιαίου σχεδίου ανάπτυξης του κλάδου ή της περιοχής, που εμπλέκει το σύνολο των βασικών συντελεστών, ορίζοντας στόχους τόσο σε συνολικό όσο και σε εξειδικευμένο επίπεδο, και εξασφαλίζοντας τη συνεργασία τους σε επίπεδο διαμόρφωσης, υλοποίησης και αξιολόγησης των κοινών αποφάσεων.
Είναι σαφές ότι οι πρώτες δυο εκδοχές βρίσκονται πολύ κοντά στη σημερινή πραγματικότητα, ενώ η τρίτη εκδοχή αποτελεί έναν ολοκληρωμένο τρόπο αντιμετώπισης προς τον οποίο θα έπρεπε να τείνουν οι δραστηριότητες που εμπλέκονται με την καινοτομία, την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση. Η εκδοχή αυτή θα έπρεπε να αποτελέσει και τη λύση του παράδοξου που αποτελεί η ταυτόχρονη συσσώρευση, στο πεδίο των θεσμών και των πολιτικών, νέων φορέων, θεσμών και λειτουργιών, και η ισχυροποίηση της πίστης στις αρετές της αγοράς και της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ένα παράδοξο το οποίο και από τις δύο πλευρές του αποτελεί προϊόν των εξελίξεων της τελευταίας 25ετίας. 
γ) Όταν εξετάζονται σε επίπεδο συστάδων (όπως έγινε προηγουμένως) τα προβλήματα που εμποδίζουν την αξιοποίηση μιας διαπιστωμένης δυναμικής για την ανάπτυξη και την απασχόληση, παρατηρούνται τα εξής:
Έλλειψη επαρκούς δραστηριοποίησης φορέων, ιδρυμάτων και υπηρεσιών
Έλλειψη συντονισμού πολιτικών
Έλλειψη στρατηγικών αποφάσεων
Οι επιχειρήσεις αποτελούν την μόνη κινητήρια δύναμη
Οι πολιτικές αποφασίζονται εκ των άνω, αλλά θεωρείται δεδομένο οτι η γνώση βρίσκεται στη βάση της πυραμίδας, δηλαδή στην επιχείρηση.
δ) Οι τύποι δράσεων που είναι αναγκαίο να υποστηριχθούν οικονομικά από δημόσιους πόρους, είναι βέβαια οι επενδύσεις εξοπλισμού και οι επενδύσεις σε άυλες δραστηριότητες στις επιχειρήσεις, αλλά είναι επίσης οι δραστηριότητες παραγωγής γνώσης (η έρευνα, οι μελέτες και η τεκμηρίωση), η λειτουργία των φορέων προσφοράς  υπηρεσιών και η λειτουργία των φορέων στήριξης των επιχειρήσεων, όπως και η λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος κατάρτισης προς όφελος των αναγκών ενός συνόλου οικονομικών δραστηριοτήτων. 
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ως κατηγορίες χρηματοδοτήσεων, έχουν αναπτυχθεί όλες αυτές οι δραστηριότητες, χωρίς όμως να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τον συντονισμό τους και χωρίς να προγραμματίζονται ή να αξιολογούνται με έναν ενιαίο τρόπο. Το ζήτημα που τίθεται επομένως για τις πολιτικές στήριξης της καινοτομίας με ολοκληρωμένους στόχους και ειδικότερα για τις πολιτικές στήριξης των συστάδων, είναι πώς από τη σημερινή κατάσταση μπορούμε να οδηγηθούμε σε ένα σύνολο παρεμβάσεων με ολοκληρωμένο χαρακτήρα.
Γ. Πολιτικές διαμόρφωσης και ενίσχυσης των συστάδων
Δεν επιδιώκουμε εδώ να προτείνουμε μόνο κατευθύνσεις πολιτικής, αλλά επιδιώκουμε να προτείνουμε τις διαδοχικές φάσεις μιας διαδικασίας οικοδόμησης μιας πολιτικής υποστήριξης των συστάδων, ξεκινώντας από τη σημερινή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την συνύπαρξη πολλών παρεμβάσεων και χρηματοδοτήσεων, οι οποίες όμως δεν ανταποκρίνονται κατά κανόνα στις πραγματικές ανάγκες, ούτε αποφασίζονται και συντονίζονται με έναν ολοκληρωμένο τρόπο.
Πρώτο στάδιο είναι η δημιουργία σε περιφερειακό επίπεδο ενός οργάνου όπου αντιπροσωπεύονται οι επιχειρήσεις, οι φορείς και οι κρατικές υπηρεσίες, το οποίο θα συγκεντρώνει τις εξής αρμοδιότητες: του σχεδιασμού ζητημάτων ανάπτυξης στην περιφέρεια, της έγκρισης του περιεχομένου εξειδικευμένων πολιτικών, του συντονισμού αυτών των πολιτικών που υλοποιούνται στην ουσία από τα μέλη αυτού του οργάνου, και της αξιολόγησης των πολιτικών για τη διόρθωση ή αναθεώρησή τους.
Δεύτερο στάδιο είναι η επιλογή σε επίπεδο των Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων των συστάδων επιχειρήσεων που θα υποστηριχθούν στο πλαίσιο του περιφερειακού οικονομικού προγραμματισμού. Τα ΠΕΠ του Γ’ ΚΠΣ περιελάμβαναν στην πραγματικότητα επιλογές τέτοιου τύπου, σε επίπεδο γενικών κατευθύνσεων, αλλά και χρηματοδοτούμενων δράσεων, χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιούνται οι στόχοι και χωρίς να έχουν δημιουργηθεί διαδικασίες και εργαλεία σχεδιασμού και συντονισμού των παρεμβάσεων. 
Τρίτο στάδιο είναι η διαμόρφωση ενός αναλυτικού σχεδίου δράσης το οποίο να εξειδικεύει τις κεντρικές επιλογές, ορίζοντας τι σημαίνουν για τους διάφορους φορείς άσκησης πολιτικών, παραγωγής γνώσης και προσφοράς υπηρεσιών στις επιχειρήσεις, και ορίζοντας επίσης τους πόρους που θα διατεθούν για κάθε δράση. Το σχέδιο δράσης είναι ουσιαστικό μέρος του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος. 
Εκτιμάται ότι οι ενέργειες που θα ήταν σημαντικό να περιληφθούν σε ένα τέτοιο σχέδιο δράσης είναι κατά κύριο λόγο οι εξής:
Υποστήριξη επενδύσεων εξοπλισμού και άυλων επενδύσεων, υπο την προϋπόθεση της ύπαρξης business plans που εντάσσονται στο συνολικό σχέδιο δράσης.
Χρηματοδότηση προγραμμάτων έρευνας και μελέτης με αντικείμενα τις αναπτυξιακές δυνατότητες σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο, τις μεταβολές της αλυσίδας παραγωγής κατά κλάδους δραστηριοτήτων, ή τις εξελίξεις σε ότι αφορά τις ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό. Τα προγράμματα αυτά θα ήταν μέρος μιας ερευνητικής στρατηγικής συνδυασμένης με τους αναπτυξιακούς στόχους της περιφέρειας. Θα τα αναλάμβαναν πανεπιστημιακά ή ερευνητικά ιδρύματα, τα οποία θα συνεργαζόταν με τα περιφερειακά ΚΕΤΑ.
Χρηματοδότηση συνδεδεμένων προγραμμάτων κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού σε επίπεδο επιχειρήσεων, ή κατάρτισης ανέργων.
Δημιουργία σε περιφερειακό επίπεδο ενός οργάνου συντονισμού των φορέων και υπηρεσιών άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής.
Τα περιφερειακά ΚΕΤΑ θα ενισχύονταν αποφασιστικά για να αποκτήσουν ουσιαστικές δυνατότητες στους τομείς της υποστήριξης, αλλά και της στήριξης των επιχειρήσεων και των επενδυτών.
Μέρος του σχεδίου δράσης θα ήταν και η ενίσχυση των παθητικών και ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, ώστε να ενισχύεται η κοινωνική συνοχή και η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών της αγοράς εργασίας. Θα προβλεπόταν ειδικότερα η ύπαρξη πόρων για την αντιμετώπιση με εξειδικευμένα κοινωνικά προγράμματα έκτακτων καταστάσεων στον τομέα της ανεργίας, λόγω αναδιαρθρώσεων ή μετεγκαταστάσεων.
Βιβλιογραφία
European Commission (2003), Final report of the experts group on enterprise clusters and networks
FORAY D. (2004), The economics of knowledge,
LUNDVALL B-A., (2002), Innovation, growth and social cohesion,
LUNDVALL B-A, BORRAS S. (1997), The globalising learning economy: Implications for innovation policy, Commission of the European Union
LUNDVALL B-A., (2003) Industrial clusters and competence building in the era of the globalising learning economy, Thailand Science Park June 19, 2003
OECD (2005), Governance of innovation systems, Volume 2, case studies in innovation policy, 
OECD (1996), Employment and growth in the knowledge-based economy, 
WOLFE D.A. Social capital and cluster development in learning regions, 
WOLFE D.A. CREUTZBERG T. (2003), Community participation and multilevel governance in economic development policy
Μελέτες συγκεντρώσεων που χρησιμοποιήθηκαν:
ΦΩΤΕΙΝΟΠΟΥΛΟΥ Κ., ΚΕΡΑΜΙΔΟΥ Ι., Μελέτη για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, Τεύχος IV, ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Ιανουάριος 2005
ΛΙΝΑΡΔΟΣ-ΡΥΛΜΟΝ Π., Η αειφόρος ανάπτυξη στη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων και οι ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό: οι περιπτώσεις του ροδάκινου στο νομό Ημαθίας και του ελαιολάδου στο νομό Μεσσηνίας, PRO-DIALOGUE, Μάρτιος 2004
ΛΙΝΑΡΔΟΣ-ΡΥΛΜΟΝ Π., Μελέτη για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, Τεύχος Ι, Ανταγωνιστικότητα και ανθρώπινο δυναμικό στον κλάδο παραγωγής λογισμικού, ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Ιανουάριος 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου