Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Η αγορά κατά της γνώσης

Μια από τις σοφίες που εκτοξεύει σε συχνά διαστήματα ο Bill Gates, μας λέει οτι ο κόσμος οδηγείται πλέον οριστικά προς τη συνύπαρξη των καλά αμειβόμενων ειδικευμένων μισθωτών, και των λιγότερο καλά αμειβόμενων και ανειδίκευτων. Δύο διαπιστώσεις πρέπει να γίνουν με αφετηρία αυτό τον ισχυρισμό, με τον οποίο, πρέπει να θυμίσουμε, συμφωνεί πολύς κόσμος από όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος. Πρώτη διαπίστωση: ο Bill Gates διατυπώνει στην πραγματικότητα τον βασικό “πυλώνα” της κυρίαρχης σήμερα στρατηγικής του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία, την προσπάθεια δηλαδή να διασπαστεί ο κόσμος των μισθωτών ανάμεσα στους ειδικευμένους που τα βρίσκουν με τους εργοδότες τους, και στους ανειδίκευτους τους οποίους φροντίζει η φιλανθρωπία των πλουσίων και αγνοούν οι “βολεμένοι” υψηλόμισθοι. Δεύτερη διαπίστωση: ο Bill Gates παράγει προϊόντα, τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα με άλλα, πολλές φορές καλύτερα και περισσότερο αξιόπιστα, τα οποία παράγονται από διεθνείς μη κερδοσκοπικές συνεργασίες μιας άλλης κατηγορίας μισθωτών, που αγωνίζονται επίσης για να αποδυναμωθεί όλο το σύστημα εξασφάλισης προσόδων μέσω της ιδιοποίησης των προϊόντων της πνευματικής εργασίας από τις πολυεθνικές του λογισμικού.
Η συνεχής αναβάθμιση της σημασίας των γνώσεων, των εκπαιδευτικών διαδικασιών και της παραγωγής νέων γνώσεων, προς όφελος των παραγωγικών και εν γένει των κοινωνικών δραστηριοτήτων, είναι μια εξέλιξη που ξεπερνάει κατά πολύ τους χώρους των επιχειρήσεων, αλλά και τον χώρο της αγοράς. Η κοινωνική δυναμική, αλλά και η δυναμική των αναπτυγμένων οικονομιών, έχουν οδηγήσει σε μια πρωτοφανή δυνατότητα απόσπασης του μονοπωλίου της γνώσης και της παραγωγής γνώσης από την άρχουσα τάξη και διάδοσής της στην κοινωνία και ειδικότερα στη διευρυνόμενη κατηγορία των πνευματικά εργαζόμενων μισθωτών. Ζούμε από αυτή την άποψη μια νέα ιστορική περίοδο για τους εξής λόγους:
- Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου των πολιτών και των εργαζομένων ακολουθεί ραγδαίους ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες,
- Στους χώρους εργασίας η αύξηση του περιεχομένου σε γνώση της εργασιακής διαδικασίας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να τεθούν από τους εργαζόμενους ζητήματα που αφορούν τις επιλογές των επιχειρήσεων, τον καταμερισμό της εξουσίας στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, αλλά και τη σχέση της παραγωγικής δραστηριότητας με την κοινωνία και το περιβάλλον,
- Η παραγωγή γνώσης από μισθωτούς αποτελεί μια εκτεταμένη και διευρυνόμενη δραστηριότητα, καθώς έχουν πολλαπλασιαστεί στον κόσμο τα πανεπιστήμια με ερευνητική δραστηριότητα, τα ινστιτούτα δημοσίων, ιδιωτικών ή κοινωνικών φορέων, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις με μελετητική δραστηριότητα και οι ερευνητικές και μελετητικές δραστηριότητες στο εσωτερικό ιδιωτικών ή δημοσίων επιχειρήσεων.
Το γεγονός οτι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως η microsoft, παριστάνουν οτι ελέγχουν και κατευθύνουν αυτή την εξέλιξη, και το γεγονός επίσης οτι η ξύλινη γλώσσα του νεοφιλελευθερισμού δείχνει ενθουσιασμένη με την “οικονομία της γνώσης”, δύσκολα κρύβουν οτι ειναι σε εξέλιξη ένας παγκόσμιος πόλεμος για τον έλεγχο της γνώσης. Καθώς η μεταφορά γνώσης ακολουθεί πλέον την αντίστροφη πορεία από αυτήν που οργάνωσε ο τευλορισμός, το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει διεθνώς το κεφάλαιο είναι πώς θα διαμορφωθεί και θα διατηρηθεί μια διαρκής συνεργασία της οικονομικής ελίτ με ευρύτατα στρώματα πνευματικά εργαζόμενων μισθωτών, πώς θα εξασφαλιστεί η παραγωγή νέας γνώσης χωρίς να διοχετευτεί στην ενίσχυση των γνώσεων και των προτάσεων που υποστηρίζουν το δημόσιο συμφέρον, πώς θα παραμείνει η παραγωγή γνώσης σε χώρους που ελέγχονται από τα ιδιωτικά συμφέροντα.
Κατά τον 20ο αιώνα η θεαματική διεύρυνση του κοινωνικού χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, πήρε κατά κύριο λόγο τη μορφή της επέκτασης της ημιειδικευμένης μισθωτής εργασίας, μέσω της κυριαρχίας των διαφόρων παραλλαγών τευλορισμού. Σήμερα, η εξέλιξη των καπιταλιστικών κοινωνιών οδηγεί σε ανατροπή αυτού του σκηνικού από πολλές απόψεις, αν και ο τευλορικός καταμερισμός εργασίας στην παραγωγή και στην κοινωνία, σημαδεύει ακόμα βαθύτατα τις ιδεολογίες και τις πολιτικές πρακτικές σε όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων:
- οι πνευματικά εργαζόμενοι, μαζί με τους μισθωτούς που έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν πνευματικά, τείνουν να γίνουν η πλειοψηφία στις βιομηχανικές χώρες,
- η συλλογική δράση, που στον 20ο αιώνα έμεινε προσκολλημένη στους αγώνες για την κατανομή του οικονομικού πλεονάσματος, μεταφέρεται πλέον στο πεδίο της “αξίας χρήσης της εργατικής δύναμης”, καθώς πληθαίνουν οι ανάγκες και οι προϋποθέσεις για νέες επιλογές στον οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό τομέα,
- οι θεσμοί παραγωγής γνώσης, αποτελούν ένα ενεργό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο χωρίς αυτούς βυθίζεται στην ημιμάθεια για όλους και την παραπληροφόρηση που οργανώνουν τα ΜΜΕ, 
- η κοινωνική και πολιτική δράση επομένως, πρέπει να περιλαμβάνει την παρέμβαση στο επίπεδο της γνώσης, την μετατόπιση από την αμυντική αλληλεγγύη, σε μια επιθετική αλληλεγγύη που οικοδομεί νέους θεσμούς και νέες πρακτικές.
Απέναντι όμως στην επέκταση της πνευματικής εργασίας και του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής γνώσης, συγκροτείται σε όλα τα επίπεδα μια νέα στρατηγική κατά τις ειδικευμένης εργασίας, που επιδιώκει να επαναλάβει, σε πολύ δυσκολότερες για το κεφάλαιο συνθήκες, την προσπάθεια του Τέυλορ. 
Γίνεται μια συστηματική προσπάθεια να αμφισβητηθεί ο δημόσιος χαρακτήρας των θεσμών παραγωγής γνώσης, είτε προκειται για μελετητικά και ερευνητικά ινστιτούτα, είτε για τις ερευνητικές δραστηριότητες πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Στην Ελλάδα, η προσπάθεια αυτή λαμβάνει τη μορφή της εγκατάλειψης των υπαρκτών θεσμών ή της άρνησης δημιουργίας νέων, όταν είναι οφθαλμοφανές πως τα συσσωρευμένα κοινωνικά (π.χ. ασφαλιστικό, υγεία, πολιτικές απασχόλησης), περιφερειακά (ανασυγκροτήσεις περιφερειακών οικονομιών) και τομεακά προβλήματα (αγροτική οικονομία, νέος τουρισμός, βιομηχανική αναδιάρθρωση) απαιτούν συστηματική παραγωγή νέας γνώσης για να αντιμετωπιστούν.
Υπονομεύεται η σύνδεση της παραγωγής γνώσης με την υποστήριξη του δημοσίου συμφέροντος και την άσκηση των αντίστοιχων πολιτικών. Στον ενεργειακό λ.χ. τομέα και στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, όπου υπάρχει επείγουσα ανάγκη στρατηγικών επιλογών βασισμένων σε επιστημονικές αναλύσεις που επιδιώκουν να υπερασπιστούν το δημόσιο συμφέρον με την ευρύτερη και παγκόσμια έννοιά του, προωθούνται απλώς λογικές αγορών, οι οποίες είναι στην πραγματικότητα λογικές στήριξης βραχυπρόθεσμων μονοπωλιακών κερδών ή προσόδων.
Οι εργοδοτικές πολιτικές απέναντι στο ανθρώπινο δυναμικό έχουν ως κεντρικές επιλογές, την ενίσχυση της συμμαχίας πνευματικής εργασίας και επιχειρήσεων, και επομένως την ενίσχυση μιας ρήξης ανάμεσα στους σχετικά υψηλόμισθους με σταθερή απασχόληση και στη μεγάλη μάζα των μισθωτών της αβέβαιης απασχόλησης, της ευελιξίας και των χαμηλών αμοιβών. Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες όπου και οι δύο πλευρές αυτής της στρατηγικής είναι ολοκάθαρες και είναι πολλαπλώς ενεργές.
Η στρατηγική της οικονομικής και πολιτικής ελίτ στον τομέα της εκπαίδευσης, επιδιώκει ταυτοχρόνως να συγκρατηθεί η δυναμική της εκπαίδευσης για όλους, να μετατραπούν οι πνευματικά εργαζόμενοι σε επιχειρηματίες, ή μισθωτούς εξαρτώμενους άμεσα από ιδιωτικές επιχειρήσεις, και να αποσυνδεθούν όσο γίνεται περισσότερο οι σπουδές από τη διαμόρφωση ολοκληρωμένων επαγγελμάτων. 
- Η αντιμετώπιση των δαπανών για την εκπαίδευση με όρους δημοσιονομικής εξυγίανσης, ενώ αυξάνεται ραγδαία η ζήτηση για εκπαίδευση και ενώ έχουν επίσης αυξηθεί οι ανάγκες για μελετητικό και ερευνητικό έργο σε όλους τους τομείς άσκησης πολιτικών, καθώς και οι ανάγκες για δημόσιες δομές τεκμηρίωσης και διάχυσης της γνώσης (βιβλιοθήκες, στατιστική υπηρεσία, ειδικευμένα ινστιτούτα), δείχνει οτι ο βασικός άξονας της εφαρμοζόμενης στρατηγικής είναι η αντίσταση στην δυναμική της “κοινωνίας της γνώσης”.
- Σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής δραστηριότητας έχει παραχωρηθεί στην επιχειρηματική δραστηριότητα, η άσκηση πολιτικής. Τα φροντιστήρια προετοιμάζουν τους μαθητές για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ή δίνουν τα διπλώματα ειδικών γνώσεων που θα έπρεπε να παραχωρεί η δημόσια εκπαίδευση (γλώσσες, χρήση υπολογιστών), το ιδιωτικό σύστημα των Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης ασκεί την πολιτική κατάρτισης εργαζομένων και ανέργων, τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ελέγχουν την μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση, και γίνεται τώρα μια προσπάθεια να ολοκληρωθεί στο τριτοβάθμιο επίπεδο η σύνδεση εκπαίδευσης και εκπαιδευτικής επιχειρηματικής δράστηριότητας, κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει χάρη στα “προγράμματα” και στα μεταπτυχιακά με δίδακτρα. 
- Ενώ είναι γνωστό οτι αυτή η εισβολή των μικροεπιχειρηματιών έχει αρνητικά αποτελέσματα τόσο για το επίπεδο των σπουδών, όσο και για την αντιστοίχησή τους με τις νέες ή και τις παλαιότερες ανάγκες σε επαγγέλματα, καμμία πρωτοβουλία δεν φαίνεται αναγκαία μπροστά σε αυτό το θαύμα της “επιχειρηματικότητας”. Δεν υπάρχει σήμερα κλάδος της οικονομίας όπου να μην εμφανίζονται σοβαρά προβλήματα εκπαίδευσης των υπαρκτών επαγγελμάτων, ή δημιουργίας σπουδών που αντιστοιχούν σε νέα επαγγέλματα, αλλά η καλλιέργεια της γενικευμένης ημιμάθειας και ημιειδίκευσης φαίνεται να είναι το μόνο όραμα που μπορεί να προσφέρει η ελίτ της χώρας.
Σχετικά με τη σημερινή συγκυρία χρειάζεται να γίνουν κάποιες πρόσθετες διαπιστώσεις:
Πρώτον, δεν βρισκόμαστε στην αρχή αλλά στο τέλος της προσπάθειας υλοποίησης αυτής της στρατηγικής, και αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι έχουν “ανθήσει” πολλές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις, αλλά και οτι έχουν διαμορφωθεί ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες προς όφελος της “κερδοφόρου” εκπαίδευσης. Δεν υπάρχει ένα σύστημα το οποιο να μπορούμε να υπερασπιστούμε, καθώς η διάβρωση του δημόσιου χώρου της παραγωγής γνώσης και της εκπαίδευσης είναι μια διαδικασία που έχει σχεδόν φθάσει στο τέλος της.
Δεύτερον, η ιστορική περίοδος στην οποία έχουμε εισέλθει, η περίοδος του γενικευμένου αιτήματος για γνώση και της ευρείας κοινωνικοποίησης της παραγωγής της, επιτρέπει να τροποποιηθεί ριζική η σκοπιά, αλλά το περιεχόμενο της κοινωνικής και πολιτικής δράσης. Η κοινωνική δράση και η δράση των κινημάτων, σε σχέση με τις επιλογές που είναι αναγκαίο να γίνουν στα επίπεδα της παραγωγικής δραστηριότητας, της κοινωνικής πολιτικής και του περιβάλλοντος, δεν μπορεί πλέον να περιοριστούν σε αιτήματα για μεμονωμένες οικονομικές ή κοινωνικές παροχές, αλλά χρειάζεται να έχουν έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, να βασίζονται στη γνώση των πραγματικών δεδομένων και στην επιστημονική επεξεργασία τους, και να οικοδομούν νέες κοινωνικές συμμαχίες στη βάση του δημοσίου συμφέροντος και της κοινωνικής αλληλεγγύης. 
Τρίτον, κατά την περίοδο που διανύουμε, η ενεργοποίηση των πολιτών και των εργαζομένων και η αξιοποίηση του δυναμικού των μορφωμένων και πνευματικά εργαζόμενων μισθωτών για την επιθετική κοινωνική δράση, πρέπει να αμφισβητήσουν τις μορφές πολιτικής εκπροσώπησης που είναι προϊόντα της εποχής του τευλορισμού. Ο διαχωρισμός των μάνατζερς των πολιτικών οργανώσεων, από τα μέλη και τους οπαδούς με την αποσπασματική γνώση και δράση, είναι ένα σχήμα που διαμορφώθηκε από τα κινήματα του 20ου αιώνα, των οποίων ο κύκλος έχει κλείσει οριστικά. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου