Ι. Εισαγωγή
Είναι σήμερα ευρύτατα αποδεκτό ότι οι βιομηχανικές κοινωνίες διανύουν μια περίοδο μεταβολών που παράλληλα με την ισχυρή τάση ενοποίησης των αγορών αγαθών και υπηρεσιών σε διεθνή κλίμακα και την ενσωμάτωση των τεχνολογιών της πληροφορίας και των επικοινωνιών, οδηγούν σε μια νέου τύπου σχέση της οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας με τον οικονομικό και κοινωνικό περίγυρο της. Η καινοτομική δραστηριότητα, η σημασία των διαδικασιών παραγωγής και διάχυσης νέας γνώσης, η σύνδεση των ζητημάτων της ανάπτυξης και της απασχόλησης με την οικοδόμηση νέων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, έχουν αναδείξει ως πρωταρχικούς παράγοντες, το διαθέσιμο «κοινωνικό κεφάλαιο», την ύπαρξη φορέων ικανών να παράγουν και να ανανεώνουν την κωδικοποιημένη γνώση, καθώς και τη συνεργασία κοινωνικών και δημόσιων φορέων για την επεξεργασία και άσκηση αναπτυξιακών πολιτικών.
Η έννοια του "Κοινωνικού Κεφαλαίου", που ορίστηκε ως "τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής οργάνωσης, όπως η εμπιστοσύνη, οι κανόνες και τα δίκτυα, που μπορεί να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της κοινωνίας διευκολύνοντας τις συντονισμένες δράσεις" (Putnam, 1993), ενσωματώθηκε από την οικονομική ανάλυση για την ερμηνεία ολοκληρωμένων αναπτυξιακών διαδικασιών και στη συνέχεια για την αξιολόγηση και επεξεργασία πολιτικών που επιδιώκουν να επηρεάσουν αυτές τις διαδικασίες. Έτσι, προέκυψαν διευρυμένοι ορισμοί, που περιλαμβάνουν εκτός από τα χαρακτηριστικά των σχέσεων και των συνεργασιών στην κοινωνία, τη σχέση της κοινωνίας με το κράτος και την αποτελεσματικότητα των θεσμών που ασκούν πολιτικές (Temple, 2000, 23). Είναι έτσι αποδεκτό ότι «το κοινωνικό κεφάλαιο επιτρέπει στις επιχειρήσεις να βελτιώσουν την καινοτομική τους ικανότητα …και έχει ουσιαστικές επιπτώσεις για την οικονομική τους απόδοση» (Maskell, 2001, 2).
Αυτή η έννοια που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1980 από τον γάλλο κοινωνιολόγο Pierre Bourdieu, φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη όταν "η εκ των κάτω ή η ενδογενής προσέγγιση της περιφερειακής ανάπτυξης ανέδειξε το ζήτημα κρίσιμων μη οικονομικών παραγόντων που είναι καθοριστικοί για την έκβαση των αναπτυξιακών πολιτικών" (Paraskevopoulos, 2001, 8). Ιδιαίτερα μάλιστα σε ότι αφορά τον παράγοντα γνώση που έκανε την εμφάνισή της ως μια έννοια που αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για την ερμηνεία της προσαρμογής και της αλλαγής του οικονομικών συστημάτων τόσο σε μακροοικονομικό, όσο και σε μικροοικονομικό επίπεδο (Paraskevopoulos, 2001).
Ο παράγοντας γνώση δεν εντάσσεται απλώς στον μετασχηματισμό των οικονομιών και των κοινωνιών ως μια εισροή της παραγωγικής διαδικασίας (ως knowledge-based economy), αλλά ως μια ευρύτερη διαδικασία η οποία έχει καλύτερα περιγραφεί ως «μανθάνουσα» οικονομία (Nielsen P., Lundvall B-A. 2003), η οποία βασίζεται στη συνεχώς ανανεωνόμενη γνώση, η οποία πρέπει να ενσωματώνεται στην παραγωγή, αλλά πρέπει και να διαχέεται μέσω μορφών και κανόνων συνεργασίας που μόνο η ύπαρξη ενός ισχυρού κοινωνικού κεφαλαίου μπορεί να εξασφαλίσει. Η μανθάνουσα οικονομία περιλαμβάνει και μανθάνουσες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι ακριβώς οι επιχειρήσεις αυτές οι οποίες βρίσκονται στην αιχμή της αύξησης της παραγωγικότητας των οικονομιών και επομένως της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς τους στο νέο διεθνές περιβάλλον.
Η νέα ιστορική περίοδος στην οποία οδηγούν τις αναπτυγμένες οικονομίες οι παραπάνω αλλαγές έχει περιγραφεί ως πέρασμα στον «συλλογικό καπιταλισμό» (Lazonick W. 2001), που διαδέχεται διεθνώς τον «διευθυντικό καπιταλισμό», ο οποίος ήταν το στάδιο μετά τον «ιδιοκτησιακό καπιταλισμό». Ο «συλλογικός καπιταλισμός» βασίζεται σε προχωρημένες μορφές συνεργασίας, μεταξύ κρατικών υπηρεσιών και κοινωνικών φορέων, μεταξύ επιχειρήσεων, αλλά και μεταξύ εργαζομένων στο εσωτερικό των επιχειρήσεων. Το κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται αυτές οι συνεργασίες, αλλα και ένα περιβάλλον το οποίο επιτρέπει την αξιοποίηση του υπαρκτού κεφαλαίου γνώσεων της κοινωνίας για τη συγκρότηση της μανθάνουσας οικονομίας.
Η σύνδεση του ζητήματος της ανταγωνιστικότητας με το κοινωνικό κεφάλαιο, προκύπτει από διαπιστωμένα χαρακτηριστικά της αναδιάρθρωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά είναι και το αποτέλεσμα διαπιστώσεων που έχουν γίνει σε επιτόπιες και κλαδικές έρευνες στην Ελλάδα, από τις οποίες προκύπτει οτι η έλλειψη ενός κοινωνικού κεφαλαίου σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο αποτελεί σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα. Επιβεβαιώνεται οτι τα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας των οικονομικών δραστηριοτήτων και της απασχόλησης, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις τοπικές δυναμικές, οι οποίες φαίνεται να αποτελούν τον χαμένο κρίκο της μετατροπής των αναπτυξιακών μακροοικονομικών πολιτικών, σε ένα πλαίσιο που επιτρέπει πραγματικά την αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας και τη βελτίωση των συνθηκών και των μεγεθών της απασχόλησης.
ΙΙ. Κοινωνικό Κεφάλαιο, θεσμοί και επιχειρηματικότητα
Η τοποθέτηση του ζητήματος του κοινωνικού κεφαλαίου στη συζήτηση για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, επιδιώκει να φωτιστούν καλύτερα τα προβλήματα που έχουν διαπιστωθεί σε ότι αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στους νέους θεσμούς που δημιουργήθηκαν με τα διαδοχικά ευρωπαϊκά Προγράμματα Περιφερειακής Ανάπτυξης, τις αναπτυξιακές πολιτικές που υλοποιούνται σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, και την επιχειρηματικότητα που αναπτύσσεται στη χώρα μας κατά την τελευταία δεκαετία. Δεν αρκεί ειδικότερα να ερμηνευθούν οι ανεπάρκειες των θεσμών και των πολιτικών, ως το αποτέλεσμα μιας συγκεντρωτικής κρατικής λειτουργίας και της περιορισμένης κινητοποίησης της κοινωνίας των πολιτών. Χρειάζεται να αναδειχθεί ως επίσης σημαντικός παράγοντας το υπαρκτό πλαίσιο ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας, που για ένα μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού τομέα, χαρακτηρίζεται από παρωχυμένες μορφές, διοίκησης και οργάνωσης της εργασίας, σχέσεων με τους θεσμούς και το κράτος, και εμπλοκής στις αναπτυξιακές διαδικασίες σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Καθοριστικοί παράγοντες ανάτπυξης ενός κοινωνικού κεφαλαίου ικανού να στηρίξει την μετάβαση στη μανθάνουσα οικονομία, είναι η αποτελεσματική λειτουργία νέων θεσμών, αλλά και η ανάπτυξη μιας νέας επιχειρηματικότητας η οποία αποδέχεται και αξιοποιεί τη διεύρυνση των γνώσεων και των ευθυνών των εργαζομένων, την ανάπτυξη συνεργασιών με επιχειρήσεις και φορείς δημόσιου ή κοινωνικού χαρακτήρα, και την αντιμετώπιση των ζητημάτων που έχουν σχέση με την οικονομία, το περιβάλλον και την απασχόληση, μέσω στρατηγικών που είναι αποτέλεσμα συνεργασιών συλλογικού χαρακτήρα σε κλαδικό ή τοπικό επίπεδο. Ο βαθμός ανάπτυξης του κοινωνικού κεφαλαίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί εξωγενής παράγοντας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της διεθνούς εμπειρίας, η διαμόρφωση ενός κοινωνικού κεφαλαίου είναι ένα από τα προϊόντα των πολιτικών που ενισχύουν αποτελεσματικά τη διαμόρφωση της μανθάνουσας οικονομίας.
1) Κράτος, κοινωνία και επιχειρηματικότητα
Στην ως τώρα προσέγγιση του ρόλου του κοινωνικού κεφαλαίου στην Ελλάδα έχει συγκεντρωθεί κυρίως η προσοχή στο κατά πόσο ευνοήθηκε η δημιουργία νέων θεσμών (institution-building) στο πλαίσιο του εξευρωπαϊσμού των θεσμών και λειτουργιών που προωθούν την περιφερειακή ανάπτυξη, τoν «προωθούμενo από τα Διαρθρωτικά Ταμεία (Structural Funds-induced)» μετασχηματισμό της θεσμικής υποδομής τόσο στο εθνικό όσο και στο περιφερειακό επίπεδο της διακυβέρνησης της Ελλάδας (Getimis P., Paraskevopoulos Chr., 2002, 5). Και έχει επισημανθεί ότι αυτή η διαδικασία υπονομεύεται από την ύπαρξη μιας συγκεντρωτικής κρατικής δομής και μιας ασθενούς κοινωνίας των πολιτών, που έτσι κι αλλιώς υπονομεύει την ανάπτυξη συλλογικών δράσεων.
Η καινοτομία στο επίπεδο των θεσμών και η δημιουργία δικτύων και διαδικασιών εκμάθησης (το ίδιο, 7) που ταυτίστηκαν με τον εξευρωπαϊσμό, συνέχισαν να συναντούν, όπως διαπιστώνεται, εμπόδια όπως η συγκεντρωτική διαχείριση από το κράτος των ζητημάτων της περιφερειακής πολιτικής, η διαχειριστική προσέγγιση των ζητημάτων περιφερειακής πολιτικής, αλλά και η ισχύς των πελατειακών σχέσεων, που ανανεώθηκε μέσω της ανάπτυξης του τοπικού "κορπορατισμού". Το αποτέλεσμα είναι οτι η "εκμάθηση και η προσαρμογή από την πλευρά των θεσμών είναι μια αργή αποσπασματική και τεμαχισμένη διαδικασία με αιχμές και πτώσεις, με καινοτόμα βήματα και υποχωρήσεις" (το ίδιο, 10).
Η προσέγγιση αυτή, παραβλέπει όμως τον ενεργό ρόλο κυρίαρχων αντιλήψεων και πρακτικών σε σχέση με τη λειτουργία του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας, μέρος του οποίου αντιστέκεται στη διαμόρφωση στρατηγικών και μεθόδων διοίκησης και οργάνωσης που μπορούν να οδηγήσουν στην νέα επιχειρηματικότητα, την οποία χρειάζεται η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Μια νέα επιχειρηματικότητα που χρειάζεται τόσο ένα εκσυγχρονισμένο θεσμικό πλαίσιο, όσο και ένα κοινωνικό κεφάλαιο ικανό να διαμορφώσει τις προυποθέσεις στις οποίες μπορούν να παίξουν κυρίαρχο ρόλο οι νέου τύπου επιχειρήσεις.
Η προβληματική γύρω από την εξέλιξη στον ελληνικό χώρο του κυρίαρχου προτύπου επιχείρισης, είναι καθοριστικής σημασίας, επειδή θέτει τα ζητήματα της ένταξης του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου στον διεθνή χώρο, της πραγματικής και όχι λεκτικής αναβάθμισης της θέσης της μισθωτής εργασίας στην οικονομία, και της επίδρασης που μπορεί να έχει αυτό το πρότυπο στον τρόπο λειτουργίας των ίδιων των θεσμών που διαχειρίζονται την εθνική ή περιφερειακή αναπτυξιακή πολιτική. Μερικές εσφαλμένες αλλά διαδεδομένες αντιλήψεις έχουν εμποδίσει την ανάπτυξη αυτού του προβληματισμού. Καταρχήν η αντίληψη οτι η εξασφάλιση της κερδοφορίας του επιχειρηματικού τομέα, που ενισχύθηκε για ένα διάστημα από την εκτίναξη του χρηματιστηρίου, μπορεί να αποτελέσει το βασικό παράγοντα εκσυγχρονισμού της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Αλλά και η αντίληψη οτι αποστασιοποίηση των επιχειρήσεων από τα θεσμικά ζητήματα, και τα ζητήματα της αναπτυξιακής πολιτικής μπορεί να αποτελέσει εναν παράγοντα εκσυγχρονιστικό για το σύνολο των οικονομικών λειτουργιών.
Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η αξιολόγηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας με κριτήριο το επίπεδο των εμπορικών συναλλαγών δεν είναι επαρκής για να κατανοήσουμε το βάθος του προβλήματος. Η περιορισμένη κινητικότητα των άμεσων ξένων επενδύσεων από και προς την Ελλάδα είναι μια σοβαρή ένδειξη οτι η ελληνική οικονομία, χάρη στην υψηλή κερδοφορία, διεθνοποποιείται στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής οικονομίας πολύ ταχύτερα απ'οτι διεθνοποιείται στο πλαίσιο της πραγματικής οικονομίας. Πρέπει να αναγνωριστεί επιπλέον ότι ενώ δεν αναπτύσσεται η επιχειρηματικότητα, που θα επέτρεπε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας, συνεχίζει να αναπτύσσεται μια περισσότερο παραδοσιακή και εσωστρεφής επιχειρηματικότητα, σε συνθήκες που είναι από πολλές απόψεις ευνοϊκές γι αυτήν. Χρειάζεται επομένως να αναρωτηθούμε μήπως την ίδια στιγμή που γίνονται προσπάθειες ανανέωσης της επιχειρηματικότητας και μέσω αυτής των σχέσεων κράτους και κοινωνίας, πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο η ανανέωση ενός παραδοσιακού προτύπου σχέσεων επιχείρησης, κράτους και εργασίας, το οποίο είναι βραχυπρόθεσμα αποδοτικό, αλλά μακροπρόθεσμα προβληματικό.
2) Το σύγχρονο πρότυπο καπιταλιστικής επιχείρησης
Η σύνδεση του ζητήματος του κοινωνικού κεφαλαίου με τα χαρακτηριστικά του νέου προτύπου καπιταλιστικής επιχείρησης, οδηγεί αργά ή γρήγορα στο συμπέρασμα οτι αναζητείται ενα νέο σύστημα λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, που ξεπερνάει το φορντιστικό ή διευθυντικό πρότυπο. Δεν αρκεί πράγματι η διαπίστωση οτι υπάρχουν προβλήματα λειτουργίας του κράτους και συμπεριφοράς της κοινωνίας των πολιτών, διότι πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψιν οι κοινωνικές συμπεριφορές και οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Και ο βαθμός στον οποίο αυτές οι συμπεριφορές μπορούν να δημιουργήσουν νέους θεσμούς και νέες μορφές συνεργασίας, κοινωνικών φορέων, θεσμών και κρατικών υπηρεσιών.
Η διαθέσιμη βιβλιογραφία σχετικά με το κοινωνικό κεφάλαιο στην Ελλάδα, εντάσσεται στην προβληματική των σχέσεων κράτους και κοινωνίας των πολιτών, αναδεικνύοντας αφενός προβλήματα διακυβέρνησης και από την άλλη προβλήματα οργάνωσης της κοινωνίας των πολιτών. Εντάσσεται δηλαδή σε μια προσέγγιση που δεν εξετάζει το συνολικό καθεστώς λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας στο οποίο έχει κινηθεί και κινείται η επιχειρηματικότητα. Φαίνεται να παραβλέπει οτι παρά τις διεθνείς εξελίξεις σε αυτό τον τομέα, η άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και κατά την περίοδο μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, προσκολλημένη στον «ιδιοκτησιακό καπιταλισμό», αδυνατώντας καταρχήν να κάνει το βήμα προς την υιοθέτηση του «διευθυντικού καπιταλισμού» και των κρατικών και κοινωνικών λειτουργιών που συνεπαγόταν, και συναντώντας σήμερα σοβαρές δυσκολίες σε ότι αφορά το πέρασμα στην εποχή του «συλλογικού καπιταλισμού» (Lazonick 2001), ο οποίος συνεπάγεται και τη δυνατότητα αξιοποίησης του κοινωνικού κεφαλαίου πρός την κατεύθυνση της καινοτομίας, της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης.
Όπως έχει διαπιστωθεί σε όλες τις κοινωνίες που πέρασαν στην αρχή του 20ου αιώνα από την ιδιοκτησιακή στη διευθυντική (managerial) περίοδο των δυτικών οικονομιών, πρόκειται για μια δύσκολη και οδυνηρή διαδικασία η οποία δεν απαιτεί μόνο αλλαγή της προσέγγισης των επιχειρήσεων σχετικά με τη διοίκηση και οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που ευνοεί την ανάπτυξη αυτού του νέου προτύπου, ειδικότερα στον τομέα της προσφοράς ειδικευμένης εργασίας. Αυτό που χαρακτηρίζει ακόμα την ελληνική κοινωνία ως σύνολο, είναι μια αποδεδειγμένη και ευρύτατα διαδεδομένη αδυναμία – τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα - να σκεφτεί τα ζητήματα της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών από την πλευρά της αποτελεσματικής διοίκησης και οργάνωσης, και είναι επίσης χαρακτηριστικό οτι παρά την διαθεσιμότητα πόρων δεν έχει δημιουργηθεί ένα αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο το οποίο να προσφέρει τις ειδικότητες που αντιστοιχούν στις ανάγκες των τεχνολογικών και οργανωτικών εξελίξεων.
Το πρότυπο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας δεν έχει ιστορικά βασιστεί σε ενα ενιαίο κοινωνικό συμβόλαιο,αλλά σε μεμονωμένα συμβόλαια του κρατικού μηχανισμού με κοινωνικές τάξεις ή ομάδες, που αποτέλεσε τον κύριο μηχανισμό αναπαραγωγής αυτών των τάξεων. Αντί για την ένταξη στη διεθνή αγορά με την παρακολούθηση των τεχνολογικών και οργανωτικών εξελίξεων, αναζητείται ακόμα η επίτευξη μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών κατάστάσεων που αποτελούν μορφές κρατικής συνδρομής. Το αποτέλεσμα είναι οτι η τάξη των μισθωτών στον επιχειρηματικό τομέα, είναι η μόνη τάξη που βρίσκεται εκτός αυτής της κατανομής, και καλείται σε διάφορες συγκυρίες να πληρώσει το κόστος μιας ανορθολογικής και δαπανηρής οργάνωσης και λειτουργίας της οικονομίας. Πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως η νομιμοποίηση του οικονομικού συστήματος, πραγματοποιείται ακόμη σε μεγάλο βαθμό μέσω της διανομής του εισοδήματος και όχι μέσω της πραγματοποίησης ενός κοινωνικού συμβολαίου που αφορά το παραγωγικό πρότυπο.
Η διαιώνιση αυτής της αδυναμίας πραγματοποίησης του περάσματος από τον ιδιοκτησιακό στον διευθυντικό καπιταλισμό, σε συνθήκες ταχείας μεγέθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας και του βιοτικού επιπέδου βρίσκεται στη ρίζα πολλών προβλημάτων που όσο περισσότερο διογκώνονται τόσο γίνεται δύσκολο να επιλυθούν. Κατά την προσέγγιση που παραμένει δυστυχώς ισχυρή, αν όχι κυρίαρχη, η εργασία παραμένει ένα κόστος το οποίο πρέπει από μόνο του να συγκρατηθεί, ενώ μόνο κατ' εξαίρεση παρεμβαίνει ο κόσμος των επιχειρήσεων σχετικά με τη ρύθμιση της προσφοράς ειδικοτήτων. Η διοίκηση και οργάνωση των επιχειρήσεων παραμένει ένα πεδίο που για τις μικρές επιχειρήσεις είναι εγκλωβισμένο στο στενό ορίζοντα των γνώσεων του ιδιοκτήτη, ενώ στις μεγάλες ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις καλύπτει τις αδυναμίες της με διάφορες εκδοχές μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών θέσεων στην αγορά. Στον τομέα των κρατικών υπηρεσιών η διοίκηση και οργάνωση παραμένει ένας άγνωστος τομέας προβληματισμού, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα πολλοί τομείς υπηρεσιών ανθούν, όχι μόνο επωφελούμενοι από την ανεπάρκεια των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά και επαναλαμβάνοντας σε πολλές περιπτώσεις παρωχημένες μεθόδους διοίκησης και οργάνωσης, κυρίως όταν το επιτρέπει η διάρθρωση της αγοράς.
Το κοινωνικό κεφάλαιο έχει αναδειχθεί σε έννοια κλειδί για να γίνουν κατανοητά τα νέα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν οι νέες επιχειρήσεις, αυτές που μπορούν να δώσουν μια αποφασιστική ώθηση στην παραγωγικότητα της οικονομίας και επομένως στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση. Έχει διαπιστωθεί οτι πραγματοποιήθηκε διεθνώς ένα πέρασμα από το πρότυπο της μοναχικής επιχείρησης που προσλαμβάνει ανώνυμους εργάτες και βοηθάται από τις πολιτικές και τις υπηρεσίες ενός απρόσωπου κράτους, στο πρότυπο μιας μικρότερης κατά κανόνα επιχείρησης που ενεργοποιεί τις σχέσεις της διοίκησης με το προσωπικό το οποίο αξιοποιεί περισσότερες γνώσεις και περισσότερες δεξιότητες, που βασίζεται σε συνεργασίες, τυπικές ή άτυπες, με πολλές άλλες επιχειρήσεις, και που αξιοποιεί επίσης μορφές συνεργασίας μεταξύ συλλογικών και δημόσιων φορέων σε κρατικό ή περιφερειακό επίπεδο. Το κοινωνικό κεφάλαιο εντάσσεται επομένως σε ένα κεφάλαιο θεσμών, ένα κεφάλαιο γνώσεων και ένα κεφάλαιο κοινωνικών συμπεριφορών. Η ύπαρξή του κρίθηκε αναγκαία για να ξεπεραστεί το φορντιστικό στάδιο ανάπτυξης, και κρίθηκε απαραίτητη για να αναπτυχθούν παραγωγικές δραστηριότητες οι οποίες βασίζονται πλέον στην ένταση γνώσης, και ακόμα περισσότερο σε "μανθάνουσες" οργανώσεις και επιχειρήσεις.
Η έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου συνδέθηκε επίσης με την μετατόπιση του κέντρου βάρους των αναπτυξιακών πολιτικών από το εθνικό στο περιφερειακό και το τοπικό. Αυτή η μετατόπιση οφείλεται στη διαπίστωση οτι η ανάπτυξη δραστηριοτήτων εντάσεως γνώσης και καινοτομίας απαιτεί συλλογικές διεργασίες οι οποίες μπορούν καλύτερα να αναπτυχθούν και να αποδώσουν σε συνθήκες όπου οι άμεσες κοινωνικές σχέσεις αποτελούν την προνομιούχο οδό παραγωγής και αξιοποίησης τόσο των κωδικοποιημένων όσο και των άδηλων γνώσεων. Πρόκειται όμως και για μια μετατόπιση που σημαίνει επίσης οτι οι δραστηριότητες έντασης γνώσης μπορούν να αναπτυχθούν ανεξαρτήτως τοπικών χαρακτηριστικών, μέσω μιας διαδικασίας διαμόρφωσης νέων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων.
3) Οι προϋποθέσεις της νέας επιχειρηματικότητας
Η διερεύνηση του πεδίου ανάπτυξης στην Ελλάδα νέων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που στον ένα ή τον άλλο βαθμό βασίζονται σε νέα και ανανεωνόμενη γνώση, έχει οδηγήσει στην ανακάλυψη μιας αντιφατικής κατάστασης. Από τη μία μεριά επίβεβαιώνεται οτι είναι δυνατή η δημιουργία και ανάπτυξη επιχειρήσεων νέου τύπου που είναι εντάσεως γνώσης και καινοτομίας, που είναι ανταγωνιστικές με διεθνή κριτήρια και που αξιοποιούν ανθρώπινο δυναμικό με αναβαθμισμένες τις γνώσεις και τις ευθύνες του (Μελέτη Θεσσαλονίκης, 2001). Από την άλλη όμως αυτές οι επιχειρήσεις έχουν ακολουθήσει μοναχικές διαδρομές, και έχουν αναπτυχθεί σε πείσμα των αδυναμιών που παρατηρούνται σχετικά με τις κρατικές πολιτικές, ή το κοινωνικό κεφάλαιο της περιοχής. Πολύ γρήγορα όμως διαπιστώνεται οτι αυτές οι αδυναμίες οδηγούν στην εξάντληση των λίγων αλλά υπαρκτών αποθεμάτων κοινωνικού κεφαλαίου και ειδικότερα των δυνατοτήτων απασχόλησης ανθρώπινου δυναμικού με τις κατάλληλες ειδικότητες και δεξιότητες, και ένα σημαντικό μέρος των υπαρκτών επιχειρήσεων αλλά και του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού, δεν εντάσσονται σε μια διευρυμένη διαδικασία δημιουργίας και ανάπτυξης επιχειρήσεων νέου τύπου και αποφασιστικής βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης.
Αυτό που χαρακτηρίζει τις νέου τύπου επιχειρήσεις είναι μια διαδικασία εκμάθησης και αξιοποίησης νέας γνώσης, η οποία πραγματοποιείται σε διαφορετικά ταυτοχρόνως επίπεδα. Έχουν καταρχήν τη δυνατότητα να παρακολουθούν την αγορά των προϊόντων τους και τις καινοτομικές διαδικασίες στον διεθνή χώρο και να παίρνουν πρωτοβουλίες με βάση αυτή τη γνώση. Αυτή η δυνατότητα είναι κατά κανόνα το αποτέλεσμα ιδιαίτερων δυνατοτήτων ή εξαιρετικών περιπτώσεων και όχι προσπαθειών που έχουν έναν συλλογικό χαρακτήρα. Οι επιχειρήσεις αυτές κατορθώνουν να βρούν στην αγορά εργασίας την κρίσιμη μάζα εκπαιδευμένων καί έμπειρων στελεχών και τεχνικών, που χρειάζονται, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως οτι το εκπαιδευτικό σύστημα έχει πάρει υπόψη του τις ανάγκες του συγκεκριμένου κλάδου κατά την σημερινή περίοδο. Επίσης έχουν αξιοποιήσει πόρους των κρατικών πολιτικών που επιδοτούν επενδύσεις ή κόστος εργασίας, παρά το γεγονός οτι οι επιδοτήσεις αυτές συνεχίζουν να είναι ενταγμένες σε μια λογική μείωσης του επενδυτικού ή του λειτουργικού κόστους και όχι προσφοράς νέας γνώσης. Έχουν τέλος κατορθώσει να ενσωματώσουν νέα τεχνολογία, και νέες μεθόδους οργάνωσης και ελέγχου της ποιότητας, βασισμένες σχεδόν αποκλειστικά στο κεφάλαιο γνώσεων των στελεχών και των εργαζομένων τους, χωρίς συστηματική εξωτερική στήριξη, με μόνη εξαίρεση τους φορείς πιστοποίησης.
Το γεγονός όμως οτι η πλειοψηφία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, αλλά και μερικών μεγάλων, δεν μπορεί να εμπλακεί σε συνεχείς διαδικασίες απορρόφησης και αξιοποίησης νέας γνώσης, κάνει ώστε να αναπαράγεται το πρότυπο της επιχείρησης που επιδιώκει να είναι ανταγωνιστική με κριτήριο το κόστος παραγωγής, αδυνατώντας να εμπλακεί σε καινοτομικές διαδικασίες και αδυνατώντας να υιοθετήσει τις απαιτούμενες νέες μορφές διοίκησης και οργάνωσης. Όσο κι αν αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο, η συνύπαρξη αυτών των δύο κατηγοριών επιχειρήσεων, αναπαράγει μια εξατομικευμένη προσέγγιση της επιχειρηματικότητας από την πλευρά του επιχειρηματικού κόσμου, που δεν ευνοεί την μετεξέλιξη των κρατικών πολιτικών στήριξης της επιχειρηματικότητας από τη λογική της επιδότησης ενός κόστους, στη λογική της προσφοράς νέας γνώσης. Αυτή η ιδιότυπη συνύπαρξη, φαίνεται να έχει επίσης εμποδίσει την ανάπτυξη στο δημόσιο χώρο μιας συζήτησης για τα νέα χαρακτηριστικά της ελληνικής επιχείρησης, καθώς και την αξιολόγηση της λειτουργίας του νέου και εντυπωσιακού θεσμικού πλαισίου πού έχει δημιουργηθεί μέσω των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων των διαδοχικών Προγραμμάτων Περιφερειακής Ανάπτυξης που χρηματοδοτούνται από τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης.
Ενώ δεν μπορούμε να αρνηθούμε οτι, όπως προκύπτει από μια μακροοικονομική ανάλυση, η δημιουργία αυτών των νέων θεσμών συνδυάστηκε σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας με ένα υπαρκτό στην κοινωνία κοινωνικό κεφάλαιο (Paraskevopoulos, 2001) και οδήγησε σε θετικά οικονομικά αποτελέσματα, τα εμπειρικά δεδομένα που προέρχονται από ειδικές περιοχές και κλάδους δραστηριότητας, δείχνουν οτι συνεχίζει να υπάρχει στις ελληνικές περιφέρειες ένα σοβαρό έλλειμμα, τόσο στο επίπεδο των θεσμών, όσο και στο επίπεδο ορισμένων χαρακτηριστικών του κοινωνικού κεφαλαίου που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός νέου επιχειρηματικού τοπίου. Σχετικά με τις χώρες οι οποίες έχουν καθυστερήσει να ενταχθούν στη διεθνοποιημένη οικονομία, έχει επισημανθεί (Storper 1998, 24) οτι υπάρχει και ένα ζήτημα δημιουργίας των θεσμών εκείνων που παίζουν καθοριστικό ρόλο σε μια μανθάνουσα οικονομία. Η κατάληξη αυτής της διαπίστωσης είναι οτι "οι πολιτικές που επιδιώκουν να δημιουργήσουν ή να υποστηρίξουν μια μανθάνουσα οικονομία πρέπει να περιλαμβάνουν τη σχέση ανάμεσα σε δημόσιους και τυπικούς θεσμούς, και συμβάσεις και σχέσεις που είναι ούτε πλήρως δημόσιες, ούτε πλήρως τυπικές". Η αξιολόγηση επομένως της λειτουργίας των θεσμών που έχουν δημιουργηθεί στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής περιφερειακής πολιτικής, και ο αναπροσανατολισμός τους για την ένταξη της δραστηριότητάς τους σε μανθάνουσες τοπικές ή κλαδικές συνεργασίες, είναι ένα κεντρικό πολιτικό ζήτημα σε οτι αφορά την ανταγωνιστικότητα.
Ο αναπροσανατολισμός της οικονομικής δραστηριότητας προς την κατεύθυνση της μανθάνουσας οικονομίας, απαιτεί επομένως - αυτό είναι το συμπέρασμα των ερευνών σε τοπικό ή κλαδικό επίπεδο - να υπάρξει συνεργασία κρατικών υπηρεσιών και κοινωνικών φορέων, στο πλαίσιο σχέσεων και συμβάσεων που συγκροτούνται με την αξιοποίηση ενός κοινωνικού κεφαλαίου συλλογικών συμπεριφορών και σχέσεων συνεργασίας. Τα εμπόδια του συναντάει μια τέτοια μετεξέλιξη της συμπεριφοράς θεσμών και κοινωνίας, δεν ωφείλονται μόνο στη διατήρηση των αδυναμιών της διοίκησης από τη μια μεριά και της κοινωνίας των πολιτών από την άλλη. Χρειάζεται να αναγνωριστεί οτι έχει διαμορφωθεί μια ενεργός συμμαχία που διαπερνά την κοινωνία και τον κρατικό μηχανισμό, η οποία με τη συμπεριφορά και τον πολιτικό της ρόλο, κατορθώνει να επιβάλει τη στασιμότητα των λειτουργιών στον κράτος και την κοινωνία, αλλά και την απουσία της αξιολόγησης των πολιτικών που ασκούνται θεωρητικά και πρακτικά. Οι τοπικές γραφειοκρατίες που έχουν ενισχυθεί από τους ευρωπαϊκούς πόρους χωρίς να αλλάξουν συμπεριφορά, τα νέα επαγγέλματα που έχουν δημιουργηθεί σε νέους θεσμούς, οι οποίοι χρηματοδοτούνται αμέσως ή εμμέσως χωρίς όμως να μπορούν να επιδείξουν ουσιαστικό έργο προς την κατεύθυνση του "εξευρωπαϊσμού" του θεσμικού πλαισίου, συμμαχούν με διαδεδομένες συμπεριφορές στον επιχειρηματικό κόσμο που για τους λόγους οι οποίοι αναφέρθηκαν αντιστέκονται στην ανάπτυξη πολιτικών με συλλογικά χαρακτηριστικά, και επιδιώκουν τη διατήρηση της κρατικής πολιτικής και της λειτουργίας των νέων θεσμών στη λογική της στήριξης των μεμονωμένων επιχειρήσεων και υποστήριξης αυτής της έννοιας της επιχειρηματικότητας.
ΙΙΙ. Ο ρόλος του Κοινωνικού Κεφαλαίου στην Αναπτυξιακή Στρατηγική
Η προώθηση μιας αναπτυξιακής στρατηγικής με ειδικότερο στόχο την ενίσχυση της νέας επιχειρηματικότητας και την ενίσχυση της διαμόρφωσης των αναγκαίων προϋποθέσεων, απαιτεί ορισμένες σημαντικές αλλαγές στις πρακτικές και τη συμπεριφορά των κρατικών και συλλογικών φορέων, αλλά και στις προσεγγίσεις των ίδιων των επιχειρήσεων. Η άσκηση πολιτικών που επιδιώκουν την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των μεμονωνομένων επιχειρήσεων δεν αποτελεί και δεν συνθέτει από μόνη της μια αναπτυξιακή στρατηγική για την ανταγωνιστικότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική πολιτική βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας χωρίς η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, να συνδυάζεται με την αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών και συλλογικών θεσμών, και χωρίς να επιδιώκεται η ενεργοποίηση και διαμόρφωση ενός κοινωνικού κεφαλαίου μεθοδευμένων ή άτυπων συλλογικών συμπεριφορών.
Α. Ορισμένα προβλήματα που αντιμετώπισαν σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες, δεν οφείλονται εμφανώς, ούτε στην έλλειψη συγκριτικών πλεονεκτημάτων, ούτε στη απουσία αναπτυξαικών δυνατοτήτων:
- Ενώ έχει πολλές φορές επισημανθεί οτι αποτελεί σοβαρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τον ελληνικό τουρισμό, η ιστορία και ο πολιτισμός, διατηρήθηκε ενας προσανατολισμός της τουριστικής πολιτικής που ευνοεί εκ των πραγμάτων τον καλοκαιρινό τουρισμό και αφέθηκαν μεγάλα ιστορικά αστικά κέντρα και περιοχές, έξω από την στρατηγική που εφαρμόστηκε για τον κλάδο αυτό.
- Δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς η δυνατότητα διάχυσης της ανάπτυξης σημαντικών κλάδων, στους προμηθευτές τους. Ενώ μια τέτοια διάχυση παρατηρήθηκε στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών, το ίδιο δεν συνέβει με συστηματικό τρόπο στον κλάδο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
- Δεν αξιοποιήθηκε η ταχεία ανάπτυξη κατά την τελευταία δεκαπενταετία της εσωτερικής και διεθνούς ελληνικής ακτοπλοίας για την αναβάθμιση του ελληνικού κλάδου των ναυπηγείων και όλων των δραστηριοτήτων που συνδέεονται με την προστιθέμενη αξία των κατασκευών αυτών.
- Παρά το γεγονός οτι ο κλάδος του ενδύματος συνεχίζει να αποτελεί από την άποψη της απασχόλησης ένα κορυφαίο μεταποιητικό κλάδο, και παραμένει ένας πλεονασματικός κλάδος σε επίπεδο διεθνών συναλλαγών, δεν υποστηρίχθηκαν επαρκώς οι δυνατότητές να αναβαθμιστεί σε οτι αφορά τον σχεδιασμό, τον παραγωγικό εξοπλισμό και το ανθρώπινο δυναμικό.
- Στον κλάδο των τροφίμων, παρά την ανάπτυξη μεγάλων επιχειρήσεων στον τομέα της μεταποίησης και των υπηρεσιών, και παρά το ξεκίνημα της ανάπτυξης ποιοτικών παραγωγών, υπάρχει σημαντική υστέρηση σε οτι αφορά την αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό του αγροτικού τομέα, η οποία οφείλεται στην αδυναμία ανάπτυξης συνδυασμένων πολιτικών σε κλαδικό ή τοπικό επίπεδο.
- Δεν υλοποιήθηκαν με συστηματικό τρόπο ολοκληρωμένες πολιτικές στήριξης της ζήτησης για να υποστηριχθούν νέοι δυναμικοί κλάδοι. Θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί πιο αποτελεσματικά η επέκταση της χρήσης της πληροφορικής στον επιχειρηματικό τομέα, τόσο στην μεταποιητική δραστηριότητα όσο και στις υπηρεσίες, που ενδιαφέρει τον νέο κλάδο παραγωγής λογισμικού.
- Η προοπτική της αναβάθμισης ενός διυλιστηρίου με στόχο την αύξηση της απασχόλησης και τη σημαντική υποκατάσταση εισαγωγών στον κλάδο των πετρελαιοειδών, δεν στηρίχθηκε αποτελεσματικά σε οτι αφορά τα περιβαλλοντικά ζητήματα που προέκυψαν, τα οποία απαιτούσαν μια ενεργό κρατική παρέμβαση σε οτι αφορά την προστασία της ποιότητας του περιβάλλοντος.
Β. Η "μελέτη προσανατολισμού των παρεμβάσεων σε σχέση με την απασχόληση" που πραγματοποιήθηκε στον Νομό Θεσσαλονίκης την περίοδο 2000-2001, με τη συνεργασία του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, του ΣΒΒΕ και του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, οδήγησε καταρχήν στη διαπίστωση οτι οι επιχειρήσεις και τα τμήματα κλάδων δραστηριότητας που ακολουθούν μια διαδικασία εκσυγχρονισμού και βελτιώνουν έτσι την ανταγωνιστικότητά τους, εμφανίζουν επίσης μια αύξηση της απασχόλησης, και διαφοροποιούνται και με αυτό τον τρόπο από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις ή κλάδους που υστερούν από αυτή την άποψη. Ο δυισμός αυτός συνδυάζεται με έναν δυισμό σχετικά με την αξιοποίηση των διαθέσιμων προγραμμάτων και χρηματοδοτικών κινήτρων που αφορά μόνο το 16,8% του δείγματος των επιχειρήσεων, αλλά το 58,3% των επιχειρήσεων με πάνω από 50 απασχολούμενους. Είναι επίσης μειοψηφία οι επιχειρήσεις με εμφανή ποιοτικά χαρακτηριστικά. Στον κλάδο τροφίμων και ποτών, το 6% του δείγματος είχε πιστοποίηση ISO, και το 7% είχε τμήμα έρευνας και ανάπτυξης. Στον κλάδο της κλωστουφαντουργίας το 13,6% του δείγματος είχε τμήμα έρευνας και ανάπτυξης, ενώ στον κλάδο του ενδύματος το 0,5% του δείγματος είχε πιστοποίηση ISO και το 2% είχε τμήμα έρευνας και ανάπτυξης (Έρευνα Πεδίου, 2001).
Στη μελέτη αυτή "αναδεικνύονται μια σειρά από παράγοντες οι οποίοι χαρακτηρίζουν τις επιχειρήσεις οι οποίες αναπτύσσονται και δημιουργούν απασχόληση σε σύγκριση με αυτές οι οποίες είναι στάσιμες ή φθίνουν. Οι παράγοντες αυτοί είναι:
- Το μέγεθος
- Η δικτύωση (με την έννοια των υπεργολαβικών σχέσεων, των συνεργασιών ακόμα και της συμμετοχής στη συνολική αλυσίδα παραγωγής/διανομής ενός προϊόντος)
- Η χρήση της τεχνολογίας και ειδικότερα της πληροφορικής
- Η καινοτομία (σε προϊόντα, μεθόδους παραγωγής, μεθόδους διοίκησης και διαδικασίες προώθησης / διανομής)
- Η χρήση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού
- Η εδραίωση της επιχείρησης πάνω στην κάλυψη επαρκούς εγχώριας ζήτησης
- Η εξωστρέφεια / εξαγωγικός προσανατολισμός (η οποία χρονικά έπεται της κάλυχης της εγχώριας ζήτησης) και
- Η διοίκηση των επιχειρήσεων με επιστημονικό τρόπο (υιοθέτηση των σύγχρονων τεχνικών και εργαλείων management, ανάδειξη επαγγελματιών στελεχών επιχειρήσεων)".
Διαπιστώνεται επίσης με τον σαφέστερο τρόπο οτι οι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ενταχθεί επιτυχώς στην διεθνοποιημένη οικονομία, έχουν αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα της εισροής νέας γνώσης στην παραγωγική διαδικασία, σε ότι αφορά την εξέλιξη των αγορών, την τεχνολογία και την διαχείριση της ποιότητας των προϊόντων, το ανθρώπινο δυναμικό και τη διοίκηση και οργάνωση της επιχείρησης. Αλλά ακόμα και από τις διαδρομές των "επιτυχημένων" περιπτώσεων προκύπτει οτι τα όρια τα οποία συναντάει η ανανέωση του παραγωγικού ιστού, αφορούν αδυναμίες οι οποίες οφείλονται στην ανεπαρκή απόδοση των θεσμών που παράγουν γνώση, στις πολύ περιορισμένες συνεργασίες σε οτι αφορά την αντιμετώπιση τοπικών ή κλαδικών ζητημάτων και στην απουσία πολιτικών αποφάσεων, σε περιφερειακό κυρίως επίπεδο, για την στήριξη της ανάπτυξης δραστηριοτήτων. Από την έρευνα στο Νομό Θεσσαλονίκης και ειδικότερα από τις συνεντεύξεις σε ένα δείγμα δυναμικών επιχειρήσεων, προέκυψε οτι δεν παρατηρείται μια συστηματική προσπάθεια σύνθεσης της δραστηριότητας των ερευνητικών ιδρυμάτων με τις ανάγκες της περιφερειακής οικονομίας, ενώ το εκπαιδευτικό σύστημα και το σύστημα κατάρτισης δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές προτεραιότητες και τις νέες συνθήκες, ούτε έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν στοχευμένες παρεμβάσεις. Η στήριξη των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των ΜΜΕ, που χρειάζεται να βρούν έναν νέο προσανατολισμό και να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά τα προσφερόμενα κίνητρα και χρηματοδοτήσεις, έχει αναπτυχθεί σε περιορισμένο βαθμό.
Γ. Η διερεύνηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ειδικοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο οδηγεί επίσης στο συμπέρασμα οτι η συγκρότηση ενός κοινωνικού κεφαλαίου το οποίο να μπορεί να αξιοποιηθεί για την ανανέωση της οικονομικής δραστηριότητας, συναντά εμπόδια στα επίπεδα της λειτουργίας των θεσμών, του συντονισμού των αποφάσεων και των πολιτικών, αλλά και των ίδιων των συμπεριφορών των κοινωνικών φορέων. Μπορούν να αναφερθούν τα εξής παραδείγματα:
- Στη βαριά χημική βιομηχανία, έχει διαπιστωθεί (Φωτεινοπούλου 2003, Λινάρδος-Ρυλμόν, 2003) οτι δεν υπάρχει ένας μηχανισμός αντιστοίχησης των νέων αναγκών σε ειδικότητες, κυρίως στο επίπεδο των μεσαίων στελεχών της παραγωγής και της συντήρησης, με το εκπαιδευτικό σύστημα και το σύστημα κατάρτισης, και οτι οι ανασταλτικοί παράγοντες, είναι η υποτονική δραστηριότητα των θεσμών που αποτυπώνουν τις μεταβολές στην αγορά εργασίας, όπως και των ίδιων των αρμόδιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αλλά και η επιμονή των επιχειρήσεων του κλάδου να αντιμετωπίζουν αυτά τα ζητήματα στο επίπεδο της μεμονωμένης επιχείρισης.
- Στον κλάδο του ενδύματος είχε εδώ και αρκετά χρόνια επισημανθεί οτι είναι αναγκαία μια γενική αλλαγή αντιμετώπισης της στρατηγικής αυτού του σημαντικού κλάδου (Λαμπριανίδης 1997), με την απομάκρυνσή του από το "πλεονέκτημα" της φτηνής εργασίας και την επίτευξη του πλεονεκτήματος του ποιοτικού και επώνυμου προϊόντος.
- Στον κλάδο των μεταλλοκατασκευών, η χρημοτοδότηση της δημιουργίας ενός δικτύου επιχειρήσεων από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Βιομηχανίας, βρέθηκε αντιμέτωπη (Γεωργαντά Ζωή, 2001) με την άρνηση των επιχειρήσεων που συμμετείχαν να επωμιστούν συστηματικά το φυσικό αντικείμενο του έργου. (αναφορά σε κείμενα ινε)
- Σε περιπτώσεις τοπικών παραγωγών και μεταποίησης γεωργικών προϊόντων, όπως στην περίπτωση της παραγωγής ελαιολάδου στη Μεσσηνία (Λινάρδος-Ρυλμόν, 2003), ενός προϊόντος που διαθέτει ένα σαφές συγκριτικό πλεονέκτημα, το πέρασμα από την εξαγωγή χωρίς τυποποίηση του μεγαλύτερου μέρους του ελαιολάδου, στην παραγωγή επώνυμων ή βιολογικών προϊόντων συναντάει εμπόδια που αφορούν τα επίπεδα των θεσμών που θα έπρεπε να στηρίζουν μια τέτοια εξέλιξη, τις πολιτικές που θα έπρεπε να τις μεθοδεύουν και τις τοπικές συνεργασίες που θα έπρεπε να ζητούν και να διαχειρίζονται αυτή την εξέλιξη.
- Τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζει η τουριστική δραστηριότητα στην Ελλάδα, αφορούν κατά κύριο λόγο την ποιότητα του προϊόντος και την εποχικότητα, την υπερβολική σύνδεση της δραστηριότητας αυτής με τις καλοκαιρινές διακοπές. Οι σχετικές μελέτες δείχνουν οτι υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις στην επεξεργασία στόχων και στη συνεργασία θεσμών και φορέων, ιδιαίτερα στους τομείς του ανθρώπινου δυναμικού (Σπυροπούλου, 2003), του εκσυγχρονισμού των μικρών επιχειρήσεων και της διαμόρφωσης του περιβάλλοντος και της υποδομής (Τσάρτας 2000) σε τοπικό επίπεδο και στο επίπεδο ιδιαίτερα των ιστορικών αστικών κέντρων.
Οι εξειδικευμένες μελέτες σε τοπικό ή κλαδικό επίπεδο έχουν δείξει οτι για να γίνουν κατανοητά τα αίτια τέτοιων υστερήσεων και για να συζητηθεί επαρκώς το ζήτημα ενός εναλλακτικού προσανατολισμού, δεν πρέπει να καταφύγουμε στην παραδοσιακή προσέγγιση των κλαδικών πολιτικών. Οι διαθέσιμες αναλύσεις έδειξαν ότι για να αντιμετωπιστούν οι σοβαρές αδυναμίες σε επίπεδο κοινωνικού κεφαλαίου, χρειάζεται να αναλάβει η αναπτυξιακή στρατηγική :
- Την αποτελεσματική λειτουργία των φορέων άσκησης πολιτικής, και των θεσμών παραγωγής και διάχυσης γνώσης,
- Τη δημιουργία συνεργασιών μεταξύ κρατικών και συλλογικών φορέων με αναπτυξιακούς στόχους,
- Τη δυνατότητα πραγματοποίησης πολιτικών επιλογών σε ζητήματα ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης, που εξειδικεύονται και παρακολουθούνται.
IV. Το ανθρώπινο δυναμικό για τη "μανθάνουσα" οικονομία
Διαπιστώθηκε οτι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία στην προσπάθεια της να προσαρμοστεί στις νέες διεθνείς εξελίξεις, δεν συνδέονται μόνο με ελλείψεις στην επεξεργασία και την άσκηση πολιτικών, αλλά και με αρνητική στάση απέναντι σε συλλογικές συμπεριφορές και λειτουργίες σημαντικών φορέων θεσμών και κοινωνικών ομάδων. Οδηγούμαστε έτσι στο συμπέρασμα οτι η δημιουργία νέων θεσμών (institution building) δεν είναι επαρκής και χρειάζεται να διαμορφωθούν νέες μορφές κοινωνικής συνεργασίας, σε συνδυασμό με την επιλογή και προώθηση πολιτικών που έχουν στόχους τοπικού ή κλαδικού χαρακτήρα. Αυτή η μετεξέλιξη από τη διοικητική ανεπάρκεια, την μοναχική επιχειρηματικότητα και την αδράνεια της κοινωνίας, στη διαδικασία οικοδόμησης ενός κοινωνικού κεφαλαίου, είναι στη χώρα μας μια προσπάθεια μετάβασης από την κυρίαρχη ισχυρή παράδοση του ιδιοκτησιακού καπιταλισμου, στις σύγχρονες απαιτήσεις της "μανθάνουσας" οικονομίας. Μια τέτοια μετεξέλιξη πρέπει κατά κύριο λόγο να βασιστεί σε μια νέα προσέγγιση του ζητήματος του ανθρώπινου δυναμικού.
Έχουμε επαρκές εμπειρικό υλικό για να υποστηρίξουμε οτι και στον ελληνικό χώρο η ανάδειξη μιας μανθάνουσας οικονομίας στηρίζεται σε ένα νέο υπόδειγμα εργασίας το οποίο έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
- Ένα υψηλότερο επίπεδο γνώσεων των εργαζομένων
- Την αυξημένη ευθύνη τους σε σχέση με παραγωγικές διαδικασίες πιό σύνθετες και πιό απαιτητικές, και την αυξημένη δυνατότητα πρωτοβουλιών από την πλευρά των εργαζομένων,
- Την μεγαλυτερη σημασία της εμπειρίας και των δεξιοτήτων των εργαζομένων,
- Την αυξημένη συλλογικότητα στους χώρους εργασίας και στις επιχειρήσεις
- Την μεγαλύτερη επομένως σταθερότητα της σχέσης εργαζόμενου και επιχείρησης.
Πρέπει να αναγνωριστεί, ότι η αναγκαία μετεξέλιξη προς ένα τέτοιο υπόδειγμα εργασίας απαιτεί πριν απ'όλα θεσμικές λειτουργίες και πολιτικές αποφάσεις που εξασφαλίζουν την καταλληλότητα των εκπαιδευτικών διαδικασιών, την αντιστοίχηση των πολιτικών απασχόλησης - παθητικών και ενεργητικών - με τις νέες ανάγκες και τη συγκρότηση της αγοράς εργασίας με βάση το σεβασμό των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, και τον πέριορισμό των ευελιξιών εκείνων που επιτρέπουν να αναπαράγεται μια εργασιακή σχέση η οποία οδηγεί στη φτηνή και απροστάτευτη εργασία και στη διοίκηση του ανθρώπινου δυναμικού η οποία αξιοποιεί κατά κύριο λόγο τον φόβο της απόλυσης.
Η οικοδόμηση ενός κοινωνικού κεφαλαίου για την μανθάνουσα οικονομία, χρειάζεται όμως την εξασφάλιση ευρύτερων λειτουργιών παραγωγής συστηματικής και αναλυτικής γνώσης, των οποίων η αναγκαιότητα έχει αναγνωριστεί, χωρίς όμως να έχουν ανταποκριθεί πλήρως οι οργανισμοί ή οι λειτουργίες που έχουν θεσμοθετηθεί (Λινάρδος-Ρυλμόν, 2003). Πρόκειται για τη παραγωγή και επεξεργασία γνώσεων που αφορούν την εξέλιξη της οικονομίας και ειδικότερα της απασχόλησης ανθρώπινου δυναμικού, για τη συστηματική αξιολόγηση πολιτικών που εφαρμόζονται και επίσης την επεξεργασία ή αναπροσαρμογή πολιτικών με βάση τις παραπάνω λειτουργίες. Οι δραστηριότητες αυτές είναι δραστηριότητες εντάσεως εργασίας, και μάλιστα εργασίας υψηλού επιπέδου, οι οποίες παράγουν μια γνώση η οποία διαχέεται σε όλη την κοινωνία, διαμορφώνοντας νοοτροπίες, συμπεριφορές και δυνατότητες παρέμβασης της κοινωνίας των πολιτών.
Βιβλιογραφία
GETIMIS P., PARASKEVOPOULOS CHR.,(2002) “Europeanisation of regional policy and institution-building in Greece: a neglected aspect of policy evaluation?, Regional Studies Association Conference, Aix en Provence, 31 May 2002
ΓΕΩΡΓΑΝΤΑ Ζ.,(2001) "Έκθεση αξιολόγησης δικτύου μεταλλοκατασκευών Κοζάνης και Βόλου",
ΛΑΜΠΡΙΑΝΙΔΗΣ Λ., ΑΝΔΡΙΑΣ Γ., ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ ΣΤ., ΛΙΝΑΡΔΟΣ-ΡΥΛΜΟΝ Π., (1997) «Ένδυση: Ξάνθη – Δράμα – Καβάλα», μελέτη στα πλαίσια του προγράμματος Το Μέλλον της Ελληνικής Βιομηχανίας, Υπουργείο Ανάπτυξης, Οκτώβριος 1997
LAZONICK WILLIAM (2001), "Η Οργάνωση των Επιχειρήσεων και ο Μύθος της Οικονομίας της Αγοράς", Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
ΛΙΝΑΡΔΟΣ-ΡΥΛΜΟΝ Π.,(2001) "Για ένα νέο υπόδειγμα πολιτικής για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση", Τετράδια του ΙΝΕ, τεύχος 20-21, Αύγουστος 2001
ΛΙΝΑΡΔΟΣ-ΡΥΛΜΟΝ Π.,(2003α) "Εργασία, γνώση και εκπαίδευση: η περίπτωση της ελληνικής χημικής βιομηχανίας", in Π.Λινάρδος-Ρυλμόν (επιμέλεια), "Νέες τεχνολογίες, οργάνωση της εργασίας και σχηματισμός των ειδικοτήτων", ΙΝΕ ΓΣΕΕ,
ΛΙΝΑΡΔΟΣ-ΡΥΛΜΟΝ Π.,(2003β) "Η αειφόρος ανάπτυξη στη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων και οι ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό: οι περιπτώσεις του ροδάκινου στο νομό Ημαθίας και του ελαιόλαδου στο νομό Μεσσηνίας", PRO-DIALOGUE, αδημοσίευτη μελέτη,
LYBERAKI A. & PARASKEVOPOULOS CHR. (2002), “Social Capital Measurement in Greece”, OECD-ONS International Conference on Social Capital Measurement
LUNDVALL B-A., NIELSEN P.,(2003) “Innovation, learning organisations and industrial relations”, DRUID Working Paper No 03-07,
MASKELL P. (2001) “Social capital innovation and competitiveness”, Center for Economic and Business Research, WP 2001-2
ΜΕΛΕΤΗ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ,(2001) Φαση Β, Έρευνα Πεδίου, Υπουργείο Ανάπτυξης,
ΜΕΛΕΤΗ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ,(2001) Φαση ΣΤ, Συμπεράσματα και Προτάσεις, Υπουργείο Ανάπτυξης,
PARASKEVOPOULOS CHRISTOS (2001), “Interpreting Convergence in the European Union”, London: Palgrave
PARASKEVOPOULOS CHR. (2000), “Institutional Networks, Learning and Greece’s Adaptation within European Regional Policy”, in Achilleas Mitsos & Elias Mossialos (ed.), Contemporary Greece and Europa, Ashgate
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡ. (1997), "Κοινωνικό Κεφάλαιο και Θεσμικά Δίκτυα Συλλογικής Εκμάθησης", ΤΟΠΟΣ, Νο 12
ΠΙΤΕΛΙΣ ΧΡ., ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ Ν., "Διεθνής ανταγωνιστικότητα και βιομηχανική στρατηγική", Τυπωθήτω, 1998
PUTNAM ROBERT (1993), “Making Democracy Work”, Princeton University Press
PYKE FRANK (1998), “Local development and the management of change in Europe”, Employment and training papers 31, ILO
ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Θ.,(2003) "Ειδικότητες και εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού στον μαζικό τουρισμό", in Π.Λινάρδος-Ρυλμόν (επιμέλεια), "Νέες τεχνολογίες, οργάνωση της εργασίας και σχηματισμός των ειδικοτήτων", ΙΝΕ ΓΣΕΕ,
STORPER M.,(1998) “Industrial policy for latecomers: products, conventions and learning”, in M.Storper, St.Thomadakis, L.Tsipouri, “Latecomers in the global economy”, Routledge,
TEMPLE JONATHAN (2000), “Growth effects of education and social capital in the OECD countries”, Economic Department Working Papers No 263, OECD
TRIGILIA CARLO (2001), “Social Capital and Local Development”, European Journal of Social Theory, 4 (4)
ΤΣΑΡΤΑΣ Π. (επιμέλεια),(2000) "Τουριστική ανάπτυξη, πολυεπιστημονικές προσεγγίσεις", Εξάντας,
ΦΩΤΕΙΝΟΠΟΥΛΟΥ Κ.,(2003) "Ψηφιακή τεχνολογία, ειδικότητες και ο ρόλος της κατάρτισης στα διυλιστήρια πετρελαίου", in Π.Λινάρδος-Ρυλμόν (επιμέλεια), "Νέες τεχνολογίες, οργάνωση της εργασίας και σχηματισμός των ειδικοτήτων", ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου